Όσο ποτέ άλλοτε προβάλλει επείγουσα και ζωτική η ανάγκη προσαρμογής της χώρας και των θεσμών της στο ευρωπαϊκό κοινωνικο-φιλελεύθερο μοντέλο

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Στην Ελλάδα του 2016, 42 χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, όλα δείχνουν ότι καταρρέει το τελευταίο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα της Ευρώπης –εξαιρουμένης της Ρωσίας του Βλαδίμηρου Πούτιν. Το σύστημα αυτό μπορεί να μην είχε τα γνωστά χαρακτηριστικά των κομμουνιστικών οικονομιών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, πλην όμως εδιέπετο από την ίδια λογική.

Με άλλα λόγια, κάθε δυνατότητα ασκήσεως «ελεύθερης» οικονομικής δραστηριότητας ήταν άμεσα εξαρτημένη από το κράτος και ιδιαιτέρως από το εκάστοτε κομματικό και πελατειακό κράτος.

Εμπνευστές του συστήματος αυτού, το οποίο είχε βαθύτερες ρίζες, όπως επισημαίνει ο καθηγητής κ. Γ.Μπήτρος σε ένα εντυπωσιακό βιβλίο με τίτλο «Δημοκρατία και Οικονομία», το οποίο συνέγραψε με τον αποβιώσαντα Αναστάσιο Καραγιάννη, ήταν, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι καθηγητές Ξενοφών Ζολώτας, Άγγελος Θ. Αγγελόπουλος και Κωνσταντίνος Τσάτσος, όπως και ο πολιτικός Παναγής Παπαληγούρας.

«Απογοητευμένος από την λειτουργία της αγοράς και την κρίση του 1929», γράφουν οι συγγραφείς, «με παράδειγμα την σύγχρονη Ελλάδα, ο Ξεν.Ζολώτας από το 1936 στράφηκε σε πιο έντονο παρεμβατισμό και συνιστούσε οι οικονομικές πολιτικές να επικεντρωθούν στις ακόλουθες κατευθύνσεις: *Να οδηγήσουν σε συγκέντρωση των διάφορων πιστωτικών ιδρυμάτων, έτσι ώστε να ελέγχεται από την κεντρική τράπεζα η ροή των πιστώσεων και το επιτόκιο, *Να περιλαμβάνουν την ίδρυση κρατικής τράπεζας, για την διοχέτευση πιστώσεων σε βιομηχανικές επενδύσεις με χαμηλό επιτόκιο, ανάλογα με την σημασία τους στην οικονομική ανάπτυξη, *Να επιτρέπουν την επέκταση της βιομηχανίας μόνον κατόπιν κρατικής άδειας (άδεια σκοπιμότητος) και αφού έχει μελετηθεί ο βαθμός κορεσμού των επί μέρους κλάδων, *Ο σχεδιασμός και η παρακολούθηση της εφαρμογής των παραπάνω να περιέλθουν στον έλεγχο ενός ανώτατου συμβουλευτικού οργάνου, αποτελούμενου από μερικά άτομα αναγνωρισμένων γνώσεων και ικανοτήτων.

»Συνεπώς, το πρότυπο που πρόβαλε ο Ζολώτας ήταν ένα κράτος το οποίο θα διέφερε από το καθεστώς του Σταλινικού κομμουνισμού μόνο κατά το ότι θα επιτρεπόταν περιορισμένη ιδιοκτησία και ελεγχόμενη δραστηριότητα στις μικρές επιχειρηματικές μονάδες. Επρόκειτο, δηλαδή, για μία οικονομία που θυμίζει περισσότερο την Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν, παρά τα δυτικά τότε πρότυπα. Επιπλέον, ήταν βέβαιος για τα αδιέξοδα στα οποία οδηγείτο το καπιταλιστικό σύστημα. Θεωρούσε ότι ο φιλελευθερισμός είναι μάταιη προσπάθεια, διότι περιορίζεται εις ημίμετρα (1944,47). Η παραγωγικότητα του ατομιστικού συστήματος προέβλεπε ότι θα καταρρεύσει (1944, 72). Και, τέλος, η εκτίμησή του ήταν πως η κεφαλαιοκρατία βρισκόταν στο στάδιο του οριστικού τέλους της (1944, 72).

»Οι απόψεις του Αγγελόπουλου στο θέμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας συνέπιπταν με εκείνες του Ζολώτα σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, και αυτός πρόσβλεπε σε μια οικονομία όπου η μεγάλη βιομηχανία και τα πιστωτικά ιδρύματα θα ανήκαν στο κράτος, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις στα άτομα».

Πάνω λοιπόν σε αυτό το σοσιαλιστικού τύπου μοντέλο χτίστηκε η μεταπολεμική ελληνική οικονομία, με πυλώνες το κράτος, την οικοδομή και το εισαγόμενο εμπόριο. Παράλληλα, οι εμπνευστές της οικονομίας αυτής παρέδωσαν το πεδίο των ιδεών στην αριστερά, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις αρχές του Καρόλου Μαρξ, που πίστευε ότι προϋπόθεση για την δημιουργία μιας σοσιαλιστικής οικονομίας είναι κατάρρευση του εποικοδομήματος, ήτοι των ιδεών.

Στην βάση των ανωτέρω αρχών, η ελληνική οικονομία λειτουργούσε παρασιτικά στους κόλπους του δυτικού κόσμου, χωρίς όμως να ακολουθεί τις οικονομικές του αρχές.

Από την στιγμή δε που επεδίωξε, για πολιτικούς λόγους, να ενσωματωθεί στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και αργότερα στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ), χωρίς να έχει την βούληση να πραγματοποιήσει ριζικές μεταρρυθμίσεις, η κατάρρευσή της ήταν θέμα χρόνου.

Ιδιαίτερα δε μετά τις ολέθριες οικονομικές επιλογές που έγιναν από το 1975 και μετά, με κύριο χαρακτηριστικό τον υπέρμετρο δημόσιο δανεισμό και την στήριξη του σχηματισμού του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) στην κατανάλωση, χωρίς ικανή παραγωγή και εξωστρέφεια.

Στην διάρκεια της ιδίας περιόδου διώχθηκαν κυριολεκτικά στην Ελλάδα και οι φλελεύθερες ιδέες κα περιθωριοποιήθηκαν οι ελάχιστοι πολιτικοί που τις εξέφραζαν (Αν. Ανδριανόπουλος, Στεφ. Μάνος).

Το ίδιο βεβαίως συνέβη τόσο στο επίπεδο των μέσων μαζικής επικοινωνίας, όσο και στον χώρο του βιβλίου. Κάθε φιλελεύθερη προσέγγιση ήταν αδύνατον να διαπεράσει το τείχος της αριστερής ιδεολογίας και του άκρατου κρατισμού.

Σήμερα, λοιπόν, η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα δραματικό αδιέξοδο και είναι πολλές οι πιθανότητες να μην μπορέσει να το ξεπεράσει.

Η καραμανλική θεωρία τού «όποιος πέφτει στην θάλασσα μαθαίνει να κολυμπά, αν δεν γνωρίζει κολύμπι», δεν επιβεβαιώνεται πάντα.

Υπάρχουν δε στο επίπεδο των εθνών και αρκετά ιστορικά ατυχήματα που επιβεβαιώνουν το αντίθετο.

Για την έξοδο της χώρας από την βαθύτατη κρίση της, μία είναι η λύση: η φιλελεύθερη κοινωνική επιλογή.

Και όταν κάνουμε λόγο για φιλελεύθερη επιλογή δεν εννοούμε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την προσαρμογή της οικονομίας, της παιδείας και της δημόσιας διοίκησής μας σε κανόνες που ισχύουν σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ, ακόμα και σε αυτές που μόλις πριν 26 χρόνια εξήλθαν από το σκότος του κομμουνισμού.

Οι κανόνες αυτοί, όπως ορίζονται από την Συνθήκη της Ρώμης και τις μετέπειτα ευρωπαϊκές συμφωνίες, είναι αυτή την στιγμή, σε παγκόσμιο επίπεδο, το πιο λαμπρό παράδειγμα πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού φιλελευθερισμού, που κάποιοι το ζηλεύουν και κάποιοι άλλοι το φθονούν. Γι αυτό και θέλουν να το διαλύσουν.

Έχει σημάνει, έτσι, στην Ελλάδα η «ώρα των φιλελεύθερων».

Αυτοί οι φιλελεύθεροι καλούνται πλέον να μεταρρυθμίσουν ένα διεφθαρμένο κρατικό μόρφωμα και να το μετατρέψουν σε ευρωπαϊκό κράτος δικαίου.

Και για να γίνουμε πιο σαφείς, όταν κάνουμε λόγο για φιλελεύθερη επιλογή δεν εννοούμε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την απελευθέρωση της οικονομίας από τα δεσμά της πελατοκρατίας, του μαφιόζικου συνδικαλισμού, της προσοδοθηρίας, της λεηλασίας της δημοσίας περιουσίας και της αστείρευτης γραφειοκρατικής διαφθοράς.  

Είναι καιρός πλέον, στον 21ο αιώνα, αυτόν της γνώσης, της πληροφορίας και της ψηφιακής ευφυΐας, το βυζαντινο-οθωμανικό κράτος και η μαρξιστογενής ιδεολογία του να πάνε στην ευχή του Θεού. Για το καλό όλων μας.