Όμως καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμβολιάζονται και οι κοινωνίες σταδιακά ανοίγουν και πάλι, οι ειδικοί αναφέρουν ότι σιγά-σιγά έρχεται στην επιφάνεια ένα κόστος εξίσου σκληρό, όμως συχνά αόρατο: Το ψυχική φορτίο των μηνών του εγκλεισμού, του πόνου και της ανεργίας, που έχει οδηγήσει ορισμένους ακόμη και στο να κόψουν το νήμα της ίδιας τους της ζωής.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η κρίση ψυχικής υγείας είναι ήδη ιδιαιτέρως οξυμένη. Στην Ιαπωνία καταγράφηκε ραγδαία αύξηση των αυτοκτονιών ανάμεσα στις γυναίκες στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, ενώ οι ειδικοί ψυχικής υγείας στην Ευρώπη αναφέρουν αύξηση στον αριθμό των νέων που κάνουν αυτοκτονικές σκέψεις.
Στις ΗΠΑ, πολλές αίθουσες επειγόντων περιστατικών έχουν δει αύξηση στις εισαγωγές νεαρών παιδιών και εφήβων για ζητήματα που σχετίζονται με την ψυχική υγεία.
Οι ειδικοί αναφέρουν ότι τα παρατεταμένα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους ενδέχεται να οδηγήσουν σε ριψοκίνδυνες ή και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, σε ατυχήματα ή ακόμη και στο θάνατο, ιδίως στις μικρότερες ηλικίες.
Ορισμένοι διανοητές, όπως ο Ισραηλινός ιστορικός Γιουβάλ Νόα Χαράρι έχουν ζητήσει από τις αρχές να λαμβάνουν υπόψη τους το ψυχικό κόστος πριν επιβάλουν νέα μέτρα περιορισμού.
Και οι αξιωματούχοι δημόσιας υγείας σε ορισμένες περιοχές αναφέρουν αύξηση των αυτοκτονιών ανάμεσα στους εφήβους, γεγονός που τους έχει οδηγήσει στο να ζητούν το άνοιγμα των σχολείων, παρά το γεγονός ότι οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι είναι πολύ νωρίς για να συνδέσουμε με βεβαιότητα τους περιορισμούς με τα ποσοστά αυτοκτονίας.
Στην Ευρώπη, με την καταρρακωμένη οικονομία, το ψυχικό βάρος της πανδημίας και του παρατεταμένου εγκλεισμού ενδέχεται να μην καταστεί πλήρως ορατό πριν περάσουν μήνες, αν όχι χρόνια, αναφέρουν οι ειδικοί, ενώ οι νέοι είναι εκείνοι που έχουν δεχθεί το ισχυρότερο πλήγμα.
Όμως οι οικογένειες που πενθούν νέα παιδιά που έδωσαν τέλος στη ζωή τους στη διάρκεια της πανδημίας, στοιχειώνονται από ερωτήματα για το κατά πόσον τα lockdown έπαιξαν κάποιο ρόλο. Για αυτό και ζητούν περισσότερους πόρους για την ψυχική υγεία και την αποτροπή αυτοκτονιών.
«Η ψυχική υγεία είναι μια φράση που ακούγεται πολύ στη διάρκεια της πανδημίας και πρέπει να συνεχίσει να ακούγεται», τονίζει στους Times της Νέας Υόρκης η Άνι Άρκραϊτ, η 19χρονη κόρη της οποίας, η Λίλυ, αυτοκτόνησε τον Οκτώβριο στη δυτική Αγγλία. «Πάρα πολλοί από εμάς δεν μάθαμε ποτέ πώς να βοηθάμε τους εαυτούς μας και τους άλλους».
Στη διάρκεια του πρώτου γύρου του lockdown, οι άνθρωποι αισθάνονταν αλληλεγγύη. Πλέον, όμως, έχει αρχίσει να φθίνει, καθώς γίνεται όλο και πιο σαφές ότι οι περιορισμοί πλήττουν σφοδρότερα τους λιγότερο προνομιούχους. Ανάμεσά τους και μεγάλο ποσοστό νέων ανθρώπων.
«Αν είσαι νέος, ψάχνεις για ελπίδα», εξηγεί ο Δρ. Ρόρι Ο’ Κόνορ, καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, με ειδίκευση στη μελέτη των αυτοκτονιών. «Όμως η αγορά εργασίας θα είναι περιορισμένη και οι ευκαιρίες να φτιάξουν τη ζωή τους θα είναι λιγότερες».
Από όταν έφτασε ο χειμώνας, οι ειδικοί ψυχικής υγείας άρχισαν να βλέπουν περισσότερους εφήβους σε αίθουσες επειγόντων περιστατικών και ψυχιατρικά νοσοκομεία και προειδοποίησαν για την αύξηση στη χρήση ναρκωτικών, τον τζόγο και τους αυτοτραυματισμούς.
Έρευνα του CDC που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο διαπίστωσε ότι οι νεαροί ενήλικες, οι μειονότητες και οι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής ήταν εκείνοι που έκαναν τη μεγαλύτερη κατάχρηση ουσιών και υπέφεραν σε μεγαλύτερα ποσοστά από αυτοκτονικό ιδεασμό.
Μετά τα περσινά βρετανικά lockdown, μια γραμμή βοήθειας για άτομα που σκέφτονται να αυτοκτονήσουν, η Papyrus, κατέγραψε αύξηση 25% στις κλήσεις. Την προηγούμενη χρονιά είχε σημειωθεί και άλλη αύξηση, της τάξης του 20%.
Δεν είναι ξεκάθαρο, αναφέρει στους Times η οργάνωση, αν οι άνθρωποι βιώνουν συχνότερα αυτοκτονικό ιδεασμό και συμπτώματα ψυχικών νοσημάτων ή αν απλώς πλέον βρίσκουν συχνότερα το θάρρος να ζητήσουν βοήθεια.
Η Λίλυ Άρκραϊτ είχε μιλήσει στη φίλη και συγκάτοικό της, Μάτι Μπέγκστον. Η Λίλυ σπούδαζε ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Cardiff και, όπως λένε οι φίλοι και η οικογένειά της, είχε αυτοπεποίθηση, ήταν κοινωνική και χαρισματική. Όμως όταν επέστρεψε στο πανεπιστήμιο τον Σεπτέμβριο, άρχισε να καταβάλλεται από τις επιπτώσεις του lockdown.
Σταδιακά, άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της, θυμάται η Μπένγκτσον.
Ένα απόγευμα του Οκτωβρίου, οι δυο τους ετοιμάζονταν να συναντήσουν κάποιους φίλους. Ξαφνικά, η Λίλυ άρχισε να αισθάνεται ταραγμένη και πήρε τηλέφωνο τη μητέρα της για να την ενημερώσει ότι θα επέστρεφε στο σπίτι, εξηγεί η Μπένγκστον στους Times.
Εκεί, η Λίλυ έδωσε τέλος στη ζωή της, μια μέρα μετά τα γενέθλια του αδερφού της, που ήταν και ένας από τους καλύτερους φίλους της.
«Το lockdown έφερε τη Λίλυ και σωματικές και συναισθηματικές καταστάσεις που δεν θα βίωνε ποτέ υπό φυσιολογικές συνθήκες», τονίζει η μητέρα της, η Άνι.
Η Άρκραϊτ εξηγεί ότι ήλπιζε πως οι επαναλαμβανόμενες αναφορές στους κινδύνους για την ψυχική υγεία ων νέων στη διάρκεια της πανδημίας θα οδηγούσε περισσότερους στην αναζήτηση βοήθειας.
«Είναι φυσιολογικό όταν ένα παιδί πέφτει να λέει στους γονείς του πονάει το γόνατό του», σημειώνει. «Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για την πνευματική υγεία».
Όμως αν και το στίγμα γύρω από την ψυχική υγεία έχει μειωθεί, είναι καιρός η κοινωνία να μιλήσει με θάρρος και για την αυτοκτονία, επισημαίνει ο Τζεντ Φλιν, επικεφαλής του Papyrus, μιλώντας στους Times. Όπως αναφέρει, όσο πιο άνετα αισθάνονται οι άνθρωποι να μιλήσουν για το ζήτημα, «τόσο λιγότερο θα χρειάζονται γραμμές βοήθειας σαν τη δική μας».
Θα πρέπει να επαινούμε τους ανθρώπους που βρίσκουν το σθένος να αντεπεξέλθουν σε τόσο δύσκολες εποχές, τονίζει ο Φλιν. «Ακόμη και η ανάγκη να καλέσουν μια γραμμή βοήθειας είναι ένδειξη σθένους», σημειώνει, προσθέτοντας ότι δεδομένων των συνθηκών, πολλοί άνθρωποι τα πηγαίνουν «πολύ καλά».