Εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας του κορωνοϊού ,που «καλπάζει» στην Ελλάδα και διεθνώς, καταγράφεται σε πολλές χώρες μία μεταστροφή αρκετών ανθρώπων προς μία αντίληψη χαμηλού κινδύνου για τη νόσο COVID-19, αλλά και ασυμφωνία μεταξύ πρόθεσης και πράξης σχετικά με την τήρηση των μέτρων προστασίας.

Η τάση αποτυπώνεται σε μη συμμόρφωση προς τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, αποφυγής συγχρωτισμού και χρήσης μάσκας με επίπτωση στην προσπάθεια ανάσχεσης της διασποράς του κορωνοϊού.

Που οφείλεται όμως αυτό και ποιες επικοινωνιακές στρατηγικές θα πρέπει να επιστρατεύσουν οι κυβερνήσεις προς εξισορρόπηση των αντιλήψεων κινδύνου;

Ας δούμε τι παραθέτει η Victoria Murphy, ερευνήτρια στο πεδίο της διαχείρισης κινδύνου του Συμβουλίου Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας του Ηνωμένου Βασιλείου και συνεργάτις στη Σχολή Νομικής και Διοίκησης Επιχειρήσεων του The Open University, η οποία υπογράφει μία ενδιαφέρουσα σχετική ανάλυση στο The Conversation.

Η ίδια επισημαίνει πως έρευνες καταδεικνύουν πως οι περισσότεροι άνθρωποι στις δημοσκοπήσεις απαντούν πως σκοπεύουν να ακολουθήσουν τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, όμως στην πραγματικότητα ο αριθμός όσων το πράττει είναι αρκετά χαμηλότερος.

Και αυτό καταδεικνύει ένα γνωστό φαινόμενο στη δημόσια υγεία που αποκαλείται «χάσμα πρόθεσης – συμπεριφοράς». Αλλά γιατί οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν ταιριάζουν με τις προθέσεις τους;

Υπάρχει μία συνήθης έννοια στις βιομηχανίες υψηλού κινδύνου (όπως η αεροπορία και η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου) που μπορεί να δώσει κάποια εξήγηση: Η «ομαλοποίηση κινδύνου» -όταν μικροί κίνδυνοι γίνονται σταδιακά αποδεκτοί με την πάροδο του χρόνου, και αυτό έγκειται στον ανθρώπινο εγκέφαλο που κρίνει πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι με βάση το πόσο γρήγορα έρχεται στο μυαλό μας ένα σχετικό παράδειγμα.

Με την εμφάνιση της πανδημίας, οι αντιλήψεις για τον κίνδυνο ήταν υψηλές. Αναφερόμενη συγκεκριμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αν και το παράδειγμα ισχύει γενικώς, η Victoria Murphy αναφέρει ότι έως τα τέλη Οκτωβρίου περίπου το 1% -2% του πληθυσμού είχε επιβεβαιωμένα νοσήσει από τον ιό. Και από αυτούς τους ανθρώπους, μόνο ένα μέρος παρουσίασε σοβαρά συμπτώματα, γεγονός που σημαίνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν έχουν δει προσωπικά τη σοβαρή επίπτωση της COVID-19 στην υγεία ενός ατόμου.

Μπορεί να φαίνεται, λοιπόν, ότι η συνάντηση με φίλους ή συγγενείς έχει χαμηλές πιθανότητες να επηρεάσει την υγεία μας. Αυτή η αντίληψη χαμηλού κινδύνου μπορεί ακολούθως να γείρει την πλάστιγγα προς τη μη συμμόρφωση με τις οδηγίες.

Πράγματι, μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν εντοπίσει ότι τα αντιληπτά επίπεδα χαμηλού κινδύνου επιδρούν στους ανθρώπους με τρόπο που τους οδηγεί να αγνοήσουν μέτρα για τη δημόσια υγεία.

Κατά την ίδια, υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτό το φαινόμενο και περιλαμβάνουν την εφαρμογή στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι βιομηχανίες υψηλού κινδύνου για να διατηρήσουν το εργατικό δυναμικό τους ασφαλές.

Μία δοκιμασμένη στρατηγική είναι η τακτική επικοινωνία σχετικά με τον κίνδυνο. Η συχνή επικοινωνία μπορεί να βοηθήσει στο να υπενθυμίζει στους ανθρώπους τους αόρατους κινδύνους, καθιστώντας πιο πιθανό να δώσουν προτεραιότητα στην ασφαλή συμπεριφορά.

Οι εταιρείες ενέργειας, για παράδειγμα, στέλνουν στο προσωπικό τους ενημερώσεις περιστατικών που σημειώνονται σε ολόκληρο τον κλάδο και προγραμματίζουν συνεδρίες για να συζητήσουν πώς μπορούν να αποφύγουν παρόμοιες καταστάσεις, δηλαδή δεν τους αφήνουν να ξεχάσουν τον κίνδυνο.

Η τακτική επικοινωνία του κινδύνου που συνιστά ο κορωνοϊός, μαζί με το σχεδιασμό ανθρωποκεντρικών πολιτικών, θα καταστήσουν κατά την Victoria Murphy πιο δύσκολη την υποβάθμιση του κινδύνου.

Ενδεικτικά αναφέρει πως η αεροπορική βιομηχανία εκπαιδεύει το πλήρωμα καμπίνας να είναι πιο αποφασιστικό, καθώς οι πιλότοι μπορεί να αγνοούν το περιβάλλον τους σε περιόδους έντονης συγκέντρωσης. Ατυχήματα έχουν αποδοθεί σε αυτή την έντονη εστίαση της προσοχής, όταν οι πιλότοι αγνόησαν τις προειδοποιήσεις από τα μέλη του πληρώματος και εξαντλήθηκαν τα καύσιμα αεροσκαφών.

Προς αποφυγή αυτού, η εκπαίδευση σκοπεύει να προετοιμάσει τα πληρώματα για αυτές τις φυσικές, αλλά ανεπιθύμητες, δυναμικές στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ομοίως, κατά την Victoria Murphy η βρετανική κυβέρνηση θα μπορούσε να επωφεληθεί από το να σκεφτεί και να προβλέψει καταστάσεις όπου οι άνθρωποι θα θέλουν ή θα χρειαστεί να αγνοήσουν τον κίνδυνο και τις οδηγίες, και να ακολουθήσει πολιτικές ώστε οι άνθρωποι να έχουν λιγότερη επιθυμία να το πράξουν.