Ερευνητές του Κολεγίου Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια αναδεικνύουν βάσει μελέτης τους τα στοματικά – αντισηπτικά διαλύματα ως εν δυνάμει σύμμαχο στον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού, καλώντας στη διεξαγωγή σχετικών κλινικών μελετών για να επαληθευτεί εάν μέσω της στοματικής έκπλυσης θα μπορούσε να μειωθεί το ιικό φορτίο που απελευθερώνει φορέας του ιού SARS-CoV-2..

Η σχετική μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην Journal of Medical Virology, καθοδηγήθηκε από τον Craig Meyers, διακεκριμένο καθηγητής Μικροβιολογίας-Ανοσολογίας και Μαιευτικής-Γυναικολογίας.

Ομάδα ιατρών και επιστημόνων εξέτασε αρκετά διαλύματα στοματικής και ρινοφαρυγγικής έκπλυσης σε εργαστηριακό περιβάλλον για τη δυνατότητά τους να αδρανοποιήσουν κορωνοϊούς που προσβάλλουν τον άνθρωπο και οι οποίοι είναι παρόμοιοι σε δομή με τον ιό SARS-CoV- 2.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι πολλές από τις ρινικές και στοματικές πλύσεις παρουσίασαν ικανότητα εξουδετέρωσης κορωνοϊών που προσβάλλουν τον άνθρωπο, γεγονός που κατά τους ίδιους υποδηλώνει ότι αυτά τα προϊόντα μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν την ποσότητα των σταγονιδίων του ιού που απελευθερώνονται από το στόμα νοσούντων.

«Ενόσω αναμένουμε την ανάπτυξη εμβολίου, χρειάζονται μέθοδοι για τη μείωση της μετάδοσης. Αυτά τα προϊόντα που δοκιμάσαμε είναι άμεσα διαθέσιμα και συχνά αποτελούν ήδη μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας» επισημαίνει ο Craig Meyers.

Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του αναπαρήγαγαν την αλληλεπίδραση του ιού στη στοματική και τις ρινικές κοιλότητες -βασικές πύλες εισόδου και μετάδοσης ιών- με τα διαλύματα.

Επεξεργάστηκαν διαλύματα που περιείχαν στέλεχος κορωνοϊού (που χρησίμευσε ως άμεσα διαθέσιμη και γενετικά παρόμοια εναλλακτική του SARS-CoV-2), με διαλύματα περιεκτικότητας 1% σε βρεφικό σαμπουάν, ποικίλα αντισηπτικά διαλύματα για την ξηρότητα στόματος με υπεροξείδιο και διάφορες μάρκες στοματικού διαλύματος.

Άφησαν τα διαλύματα να αλληλεπιδράσουν με τον ιό για 30 δευτερόλεπτα, ένα λεπτό και δύο λεπτά, πριν τα αραιώσουν για να αποτρέψουν περαιτέρω αδρανοποίηση του ιού.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Meyers, το εξωτερικό περίβλημα του κορωνοϊού που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη είναι γενετικά παρόμοιο με αυτό του SARS-CoV-2, κατ’ επέκταση η ερευνητική ομάδα υποθέτει ότι ανάλογη ποσότητα του ιού SARS-CoV-2 θα μπορούσε να αδρανοποιηθεί εάν εκτεθεί στο διάλυμα.

Προκειμένου να διακριβώσουν σε τι ποσοστό αδρανοποιήθηκε ο ιός, οι ερευνητές έθεσαν τα αραιωμένα διαλύματα σε επαφή με καλλιέργειες κυττάρων. Μέτρησαν πόσα κύτταρα παρέμειναν ζωντανά μετά από λίγες ημέρες έκθεσης στο διάλυμα που περιείχε τον ιό και χρησιμοποίησαν τον αριθμό αυτό για να υπολογίσουν την ποσότητα κορωνοϊού που αδρανοποιήθηκε συνεπεία της έκθεσης στα στοματικά διαλύματα που χρησιμοποιήθηκαν.

Το διάλυμα περιεκτικότητας 1% σε βρεφικό σαμπουάν αδρανοποίησε περισσότερο από το 99,9% κορωνοϊού έπειτα από δύο λεπτά επαφής. Αρκετά από τα προϊόντα για στοματικές πλύσεις και γαργάρες ήταν επίσης εξίσου αποτελεσματικά –ορισμένα αδρανοποίησαν πάνω από το 99,9% του ιού μετά από μόλις 30 δευτερόλεπτα χρόνου επαφής και κάποια άλλα αδρανοποίησαν το 99,99% μετά από 30 δευτερόλεπτα.

Σύμφωνα με τον Craig Meyers, τα αποτελέσματα της μελέτης είναι υποσχόμενα και προσθέτουν στα ευρήματα προηγούμενης μελέτης που είχε καταδείξει ότι ορισμένοι τύποι στοματικών διαλυμάτων μπορούν να αδρανοποιήσουν τον ιό SARS-CoV-2 σε παρόμοιες πειραματικές συνθήκες.

Το επόμενο βήμα, κατά τον ίδιο, είναι ο σχεδιασμός και η διεξαγωγή κλινικών μελετών ώστε να αξιολογηθεί κατά πόσο προϊόντα όπως στοματικά διαλύματα μπορούν να μειώσουν αποτελεσματικά το ιικό φορτίο.

«Άνθρωποι που διαγιγνώσκονται με κορωνοϊό και απομονώνονται κατ’ οίκον ενδέχεται να μεταδώσουν τον ιό σε αυτούς με τους οποίους ζουν. Παράλληλα, συγκεκριμένοι επαγγελματίες, όπως οδοντίατροι και άλλοι εργαζόμενοι στο χώρο της Υγείας, διατρέχουν συνεχή κίνδυνο έκθεσης» επισημαίνει ο Craig Meyers

Και επιχειρηματολογώντας υπέρ της ανάγκης σχετικών κλινικών δοκιμών, σημειώνει πως πρέπει να διαπιστωθεί εάν αυτά τα προϊόντα θα μπορούσαν να συνδράμουν στη μείωση του ιικού φορτίου που απελευθερώνουν νοσούντες ή εργαζόμενοι σε επαγγέλματα υψηλού κινδύνου καθώς μιλούν, βήχουν ή φτερνίζονται. «Ακόμη και αν η χρήση αυτών των διαλυμάτων μπορούσε να μειώσει τη μετάδοση κατά 50%, αυτό θα είχε σημαντικό αντίκτυπο» υπογραμμίζει.