Επιπλέον, έχει διαπιστωθεί ότι όσοι ανάρρωσαν από τη νόσο φέρουν ανοσία που τους προφυλάσσει από μια πιθανή επαναλοίμωξη ή βαρύτερη νόσο. Επομένως, ποια θα είναι η έκβαση της πανδημίας σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα;
Θα ακολουθήσει η COVID-19 τον δρόμο της ιλαράς με την ισόβια ανοσία μετά τον εμβολιασμό ή τη φυσική νόσηση, ή θα μας υποβάλλει σε επαναληπτικούς εμβολιασμούς εξαιτίας των μεταλλάξεων;
Σε σχετικό άρθρο του στο The Conversation, o Δρ Luke O’Neill, Καθηγητής Βιοχημείας στο Κολέγιο Trinity του Δουβλίνου (Trinity College), αναλύει τα διαθέσιμα στοιχεία και επιχειρεί μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Τα λοιμώδη νοσήματα και τα εμβόλια αποτελούν ειδική περίπτωση ανοσοαπόκρισης· τα Τ-λεμφοκύτταρα και τα Β-λεμφοκύτταρα μνήμης θα μάθουν τον ιό με την πρώτη επαφή και θα ενεργοποιούνται όποτε τον εντοπίζουν ξανά, ωστόσο δεν υπάρχει μια διακριβωμένη σταθερά στη διάρκεια της επίκτητης αυτής προστασίας. Παράγοντες όπως ο τύπος του παθογόνου, η βαρύτητα της αρχικής νόσου, η συνολική υγεία και η ηλικία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο.
Ιλαρά ή γρίπη;
Η απάντηση είναι κάπου στο ενδιάμεσο. Ο SARS-CoV-2 είναι λιγότερος σταθερός από τον ιό της ιλαράς, με τα αντισώματα που αναπτύσσονται εναντίον του φυσικά ή τεχνητά να έχουν ισόβια διάρκεια, σύμφωνα με σχετική μελέτη, αλλά περισσότερο σε σχέση με τον ιό της γρίπης που μεταλλάσσεται διαρκώς επισύροντας την ανάγκη επαναληπτικών εμβολιασμών για τα νέα στελέχη.
Βασικό γνώρισμα του νέου κορωνοϊού αποτελεί η πρωτεΐνη-ακίδα στην επιφάνειά του ή οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη μεταβλητότητα, καθιστώντας το έργο των αντισωμάτων δύσκολο στην περίπτωση μεταλλάξεων και επιβάλλοντας τον επαναληπτικό εμβολιασμό.
Εντούτοις, σε περιπτώσεις όπως στον ιό της ευλογιάς με παρεμφερή μεταβλητότητα, την εξολόθρευση του ιού αντί των αντισωμάτων αναλαμβάνουν τα μακροφάγα, μονοπύρηνα φαγοκύτταρα που εμπλέκονται στη φυσική ανοσία. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται και η ανάπτυξη εμβολίων επόμενης γενιάς που θα διεγείρουν αποτελεσματικότερα τα Τ-λεμφοκύτταρα, άλλα κύτταρα της φυσικής ανοσίας.
Στην περίπτωση ανοσίας με Τ-λεμφοκύτταρα, τα επαναληπτικά εμβόλια πιθανώς να μην χρειάζονται, δεδομένου πως η έστω χαμηλότερη ανοσολογική απόκριση, προφυλάσσει από βαριά νόσο. Παράγοντα κλειδί εν προκειμένω αποτελεί η αρχική νόσηση· εάν είναι ήπια, ενδεχομένως τα Β και Τ-λεμφοκύτταρα του οργανισμού να μην αναπτύξουν ισχυρή μνήμη έναντι του ιού, αυξάνοντας τον κίνδυνο επαναμόλυνσης και βαρύτερης ασθένειας.
Θα καταστεί αναγκαίος ο επαναληπτικός εμβολιασμός;
Η υπεροχή της τεχνητής ανοσίας μέσω εμβολιασμού έναντι της φυσικής – όπως στην περίπτωση του εμβολίου της Moderna – φανερώνεται στην πρόληψη των εξελιγμένων μηχανισμών που μετέρχονται οι ιοί για να προσβάλλουν την ανοσία με ειδικές πρωτεΐνες, όπως ο SARS-CoV-2.
Μολονότι η νόσηση παρέχει ένα ποσοστό φυσικής ανοσίας έναντι των επαναλοιμώξεων, καταλήγει ο Δρ O’Neill, οι επαναληπτικές δόσεις με νέα εμβόλια πιθανώς να καταστούν αναγκαίες για τις ευάλωτες ομάδες, εξαιτίας κυρίως των νέων μεταλλαγμένων στελεχών.
Σε περίπτωση που καταστεί ανάγκη για νέα εμβόλια, η COVID-19 θα εξελίσσεται κατά το πρότυπο της γρίπης με επαναληπτικούς εμβολιασμούς. Αν όχι τότε, όπως και στην ιλαρά, ο μεγάλος κίνδυνος θα αφορά μόνο όσους αρνούνται να εμβολιαστούν.