Οι γυναίκες με υψηλότερα επίπεδα των ορμονών οιστρογόνων έχουν μικρότερη πιθανότητα να αρρωστήσουν σοβαρά και να πεθάνουν από κορωνοϊό. Αυτό αναφέρει μια νέα επιστημονική μελέτη από τη Σκανδιναβία.
Οι ερευνητές εκτίμησαν ότι πιθανώς αξίζει να διερευνηθεί η συμπληρωματική ορμονοθεραπεία ως μέσο μείωσης της σοβαρότητας της Covid-19 στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής την καθηγήτρια Μάλιν Σουντ των πανεπιστημίων Ελσίνκι (Φινλανδία) και Ουμέα (Σουηδία), έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ Open.
Οι γυναίκες φαίνεται να έχουν γενικά μικρότερο κίνδυνο για βαριά λοίμωξη από κορονοϊό, σε σχέση με τους άνδρες, κάτι που ισχύει και για άλλες ιικές λοιμώξεις. Από παλιότερα είχε προταθεί η ιδέα ότι τα οιστρογόνα πιθανώς παίζουν ρόλο σε αυτή τη διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα.
Η νέα μελέτη, που ανέλυσε στοιχεία για σχεδόν 14.700 γυναίκες στη Σουηδία διαγνωσμένες με Covid-19, από τις οποίες το 17% έκαναν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT) για να αυξήσουν τα επίπεδα των οιστρογόνων τους προκειμένου να ανακουφίσουν τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, το 2% έπαιρναν φάρμακα μείωσης των οιστρογόνων (λόγω προηγούμενης διάγνωσης καρκίνου του μαστού).
Το υπόλοιπο 81% δεν έκανε καμία ορμονική θεραπεία και αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου.
Η ανάλυση έδειξε ότι η πιθανότητα θανάτου από Covid-19 ήταν διπλάσια στις γυναίκες που έκαναν θεραπεία μείωσης των οιστρογόνων, αλλά 54% μικρότερο κίνδυνο σε όσες έκαναν θεραπεία αύξησης των οιστρογόνων, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.
Η ηλικία σχετιζόταν σημαντικά με την πιθανότητα θανάτου, με κάθε πρόσθετο έτος να σχετίζεται με 15% μεγαλύτερο κίνδυνο. Ακόμα, οι γυναίκες με τα χαμηλότερα οικογενειακά εισοδήματα είχαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο θανάτου από Covid-19.
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι «υπάρχει σχέση ανάμεσα στα επίπεδα οιστρογόνων και στη θνητότητα από Covid-19. Συνεπώς τα φάρμακα που αυξάνουν τα επίπεδα οιστρογόνων, μπορεί να παίξουν ρόλο στις θεραπευτικές προσπάθειες να μειώσουν τη σοβαρότητα της Covid-19 στις μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες και θα μπορούσαν να μελετηθούν σε τυχαιοποιημένες δοκιμές».