Την ανάγκη αναθεώρησης των κατευθυντήριων οδηγιών που ισχύουν παγκοσμίως για τη διατροφή αναδεικνύουν νέα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, στη Βαρκελώνη.
Πρόκειται για στοιχεία από τη μελέτη Prospective Urban-Rural Epidemiology (PURE), που έγινε σε 18 χώρες, με τη συμμετοχή πάνω από 135.000 ατόμων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αυξημένη κατανάλωση υδατανθράκων σχετίζεται με χειρότερη συνολικά θνησιμότητα και μη καρδιαγγειακή θνησιμότητα, ενώ τα πολλά λιπαρά σχετίζονται με μικρότερο κίνδυνο.
«Τα ευρήματα της PURE δεν επιβεβαιώνουν την ισχύουσα οδηγία για περιορισμό των λιπαρών σε λιγότερο από το 30% της ενεργειακής μας πρόσληψης και τον κορεσμένων σε κάτω από το 10%, αφού ο περιορισμός αυτό δεν συντελεί σε βελτίωση της υγείας. Αντιθέτως, ο περιορισμός των υδατανθράκων μπορεί να έχει οφέλη σημαντικά υγείας», υποστήριξε η Δρ Μαχσιντ Νεχγκχαν, από το Πανεπιστήμιο Μακ Μάστερ του Καναδά.
Η PURE έγινε σε δείγμα 135.335 ατόμων, 35-70 ετών, από χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης, της Νότιας Αμερικής, της Μέσης Ανατολής, της Νότιας Ασίας, την Κίνα, την Νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική.
Από τους 5.796 θανάτους και τα 4.784 μείζονα καρδιαγγειακά επεισόδια, που καταγράφηκαν σε διάστημα 7,4 ετών, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η πρόσληψη υδατανθράκων στο υψηλότερο έναντι του χαμηλότερου τεταρτημόριου, σχετίστηκε με 28% αύξηση της θνησιμότητας, αλλά όχι με καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Αντίθετα, η υψηλή έναντι της χαμηλής κατανάλωσης λιπαρών συντελούσε σε 23% μείωση της θνησιμότητα, 18% μειωμένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και 30%μειωμένο κίνδυνο μη καρδιαγγειακής θνησιμότητας.
Κάθε είδος λιπαρών σχετιζόταν με μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας: 14% μικρότερο για τα κορεσμένα, 19% για τα ακόρεστα και 20% για τα πολυακόρεστα. Η υψηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών επίσης σχετίστηκε με 21% μειωμένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.
Η μελέτη επιβεβαίωση, επίσης, ότι ενώ η LDL («κακή») χοληστερόλη αυξάνει με την αυξημένη κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών, η HDL («καλή») χοληστερόλη επίσης αυξάνει, οπότε το τελικό αποτέλεσμα είναι μια μείωση στην αναλογία ολικής χοληστερόλης/HDL.
Από την PURE αναδεικνύεται επίσης ότι μια σχετικά μέτρια κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και οσπρίων, μπορεί να συμβάλλει σε μείωση του ατομικού καρδιαγγειακού κινδύνου και θανάτου.
«Είναι η πρώτη φορά που αναδεικνύεται η σχέση της φυτικής διατροφής με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε χώρες ποικίλης οικονομικής ανάπτυξης και τμημάτων της Γης», είπε ο Άντριου Μεντε που συμμετείχε στην επιστημονική ομάδα της PURE.
Παλαιότερες μελέτες στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη σύστηναν την κατανάλωση 400-800 γραμμαρίων, ημερησίως, φρούτων, λαχανικών και οσπρίων, γεγονός που μπορεί να μην ήταν οικονομικά εφικτό ειδικά σε χώρές χαμηλού εισοδηματικού προφίλ.
Ωστόσο, από τη PURE προκύπτει ότι η κατανάλωση 375-500 γραμ. φυτικών τροφίμων καθημερινά είναι εξίσου ωφέλιμη με τις υψηλότερες ποσότητες. Ειδικά τα φρούτα και τα όσπρια απένειμαν οφέλη, ενώ για τα λαχανικά δεν ίσχυε το ίδιο.
Οι τρεις ή περισσότερες μερίδες φρούτων την ημέρα συντελούσαν σε 18% μειωμένο κίνδυνο μη καρδιαγγειακής θνησιμότητας και 19% μείωση της θνησιμότητα συνολικά. Τα πολλά όσπρια σχετίστηκαν επίσης με σημαντική μείωση της μη καρδιαγγειακής και συνολικής θνησιμότητας επίσης.
Σε ότι αφορά φρέσκα και επεξεργασμένα λαχανικά, τα πρώτα υπερίσχυαν ως προς τη μείωση της θνησιμότητας, εν αντιθέσει με τα μαγειρεμένα.
«Τα ευρήματα από την παρούσα μελέτη είναι ισχυρά, εφαρμόσιμα και παρέχουν αποδείξεις ότι θα πρέπει να αλλάξουμε τις ισχύουσες διατροφικές πολιτικές μας. Πολλοί άνθρωποι δεν καταναλώνουν τη βέλτιστη ποσότητα φρούτων, λαχανικών και οσπρίων», υπενθυμίζει ο ερευνητής.