Κινδύνους για την υγεία μπορεί να κρύβουν τα πολύ δημοφιλή και στη χώρα μας τατουάζ, που καλύπτουν μικρά ή μεγάλα τμήματα του δέρματος μοντέλων, σεφ, ηθοποιών αλλά και λιγότερο αναγνωρίσιμων προσώπων.

Ερευνητές – από το Langone Medical Center της Νέας Υόρκης – διαπίστωσαν ότι το 6% των Νεοϋορκέζων που έχουν τατουάζ έχουν βιώσει εξανθήματα, έντονο κνησμό ή πρήξιμο στα σημεία του τατουάζ, τα οποία έχουν διαρκέσει από τέσσερις μήνες έως πολλά χρόνια.

Με δεδομένη λοιπόν την αυξανόμενη δημοτικότητά τους όλοι θα πρέπει να είναι ενήμεροι για τους κινδύνους που εγκυμονούν.

Τα ευρήματα της μελέτης προέκυψαν από συνεντεύξεις 300 περίπου ενηλίκων στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης τον Ιούνιο του 2013 και τα οποία καθρεφτίζουν εκείνα που προέκυψαν από μελέτες που διεξήχθησαν από ευρωπαϊκές χώρες – οι οποίες μόλις πρόσφατα άρχισαν να παρακολουθούν τις ιατρικές επιπλοκές που σχετίζονται με αυτά.

(Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν ηλικίας 18-69 ετών, με την πλειοψηφία να ισχυρίζεται ότι δεν έχουν περισσότερα από πέντε τατουάζ (μία με 53), με το χέρι να είναι το πιο δημοφιλές σημείο (67%).

Η επίκουρη καθηγήτρια δερματολογίας Dr. Marie Leger – κύρια ερευνήτρια της μελέτης – που με την ομάδα της δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο περιοδικό Contact Dermatitis, σχολίασε ότι δεν ανησυχούσε ότι το ποσοστό των χρόνιων επιπλοκών θα ήταν υψηλό, προσθέτοντας ότι ενώ ορισμένες ανεπιθύμητες δερματικές αντιδράσεις μπορεί να αντιμετωπιστούν με αντιφλεγμονώδη στεροειδή φάρμακα, άλλες μπορεί να απαιτούν χειρουργική επέμβαση.

H χειρουργική επέμβαση είναι απαραίτητη μόνο σε ακραίες περιπτώσεις όταν δηλαδή πρέπει να αφαιρεθούν τα τατουάζ, ουλώδης ιστός ή κοκκιώδεις αλλοιώσεις του δέρματος, που μπορεί να αυξήσουν το δέρμα αρκετά χιλιοστά και να προκαλέσουν κνησμό και δυσφορία.

«Επειδή το μελάνι που χρησιμοποιείται για τα τατουάζ τοποθετείται κάτω από την επιδερμίδα, η αφαίρεσή του είναι λίγο περίπλοκη. Όμως όταν το τατουάζ προκαλέσει αλλεργική αντίδραση ή λοίμωξη είναι αναπόφευκτη η αφαίρεσή του», επισημαίνει η επίκουρη καθηγήτρια δερματολογίας Dr. Marie Leger.