Αν η δυτική μεσαία τάξη νομίζει ότι θα σωθεί μέσω του οικονομικού προστατευτισμού που προτεινει ο Τραμπ στις ΗΠΑ, απλώς αγνοεί γιατί και πώς απέκτησε την ευημερία της
Του Martin Wolf*
Το ότι ο Ντόναλντ Τραμπ διεκδικεί την προεδρία των ΗΠΑ είναι ένα σοβαρό σύμπτωμα της αποτυχίας των ελίτ, αλλά όχι αποκλειστικά των Ρεπουμπλικάνων. Το όλο θέμα και οι διάφορες παράμετροι που το συνθέτουν πάει πολύ πιο μακρυά και αυτό πρέπει να προβληματίζει. Διότι ο Τραμπ δεν ήλθε ουρανοκατέβατος. Είναι το προϊόν συγκεκριμένων καταστάσεων και πρακτικών, που οριοθετούν την πολιτική και την οικονομία, όπως αυτές πολλά χρόνια τώρα διαμορφώνονται και εξελίσσονται στην Αμερική, αλλά και στον αναπτυγμένο κόσμο γενικότερα.
Υπό αυτή την έννοια, ο Ντόναλντ Τραμπ εκφράζει με επιτυχία τον θυμό και την οργή που έχουν συσσωρευτεί σε μία κοινωνία και αναζητούν εκτόνωση. Αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο. Έχει κατ’ επανάληψιν φέρει δημαγωγούς στο προσκήνιο, ενίοτε δε και στην εξουσία. Πλην όμως, οι δημαγωγοί, επειδή είναι τέτοιοι, δεν δίνουν απαντήσεις. Γι αυτό κατά κανόνα κάνουν τα πράγματα χειρότερα και με υψηλό κόστος, όπως μάς διδάσκει η ιστορική εμπειρία.
Πολλοί φαίνεται να πιστεύουν ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα. Δυστυχώς, μπορούν. Τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα όχι μόνον στις ΗΠΑ αλλά σε όλο τον κόσμο.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Ντ. Τραμπ είναι τόσο επικίνδυνος: δεν έχει ιδέα για τα θεμέλια της επιτυχίας των ΗΠΑ. Ο κ. Τραμπ είναι ένας συντηρητικός λαϊκιστής. Οι λαϊκιστές απεχθάνονται τους θεσμούς και δεν αποδέχονται την τεχνοκρατική γνώση. Προσφέρουν μόνον επικοινωνιακά χαρίσματα και άγνοια.
Οι συντηρητικοί λαϊκιστές κατηγορούν επίσης τους ξένους. Ο Ντ. Τραμπ προσθέτει σε όλο αυτό μία οπτική του «ντηλ» ως παιγνίου μηδενικού αθροίσματος (σ.σ. Αναφορά στο βιβλίο του Ντ. Τραμπ The Art of the Deal).
Σε όλες τις χώρες, ο ενστερνισμός των ψευδαισθήσεων του λαϊκισμού έχει άσχημα αποτελέσματα. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η ικανότητα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να παίζει τον ρόλο του μαγεμένου αυλού στους παραπλανημένους στοίχισε στην χώρα δύο χαμένες δεκαετίες. Αλλά οι ΗΠΑ έχουν μεγαλύτερη σημασία. Έχουν διαμορφώσει τον σύγχρονο κόσμο με την ανάπτυξη ανθεκτικών θεσμών που χτίστηκαν πάνω σε νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις.
Τα δύο παραδοσιακά κόμματα των ΗΠΑ έχουν επιτύχει δύο επιτεύγματα που είναι άξια αναφοράς. Το πρώτο είναι ότι οι ΗΠΑ έχουν ισχυρές συμμαχίες. Ούτε η Κίνα ούτε και η Ρωσία έχουν τέτοιους συμμάχους. Δεν εμπιστεύονται η μία την άλλη. Οι ΗΠΑ δεν έχουν συμμάχους μόνον γιατί είναι ισχυρές.
Ο βασικότερος λόγος είναι πως είναι αξιόπιστες. Το δεύτερο είναι ότι οι ΗΠΑ επιδεικνύουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Ένα εύκολο παράδειγμα είναι η προώθηση του ελεύθερου εμπορίου. Χωρίς αυτήν, η πρόοδος σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες τις τελευταίες δεκαετίες δεν θα είχε επιτευχθεί.
Με την αντίληψη του κόσμου ως ένα πεδίο οικονομικών «ντηλς», ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να ακυρώσει και τις συμμαχίες και τους θεσμούς. Αυτό θα έβλαπτε, πιθανώς θα κατέστρεφε, την σημερινή οικονομική και πολιτική τάξη. Αυτός και οι υποστηρικτές του μπορεί να πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ θα δραπετεύσουν χωρίς απώλειες αν δεν διαγράψουν τις δεσμεύσεις τους. Κάνουν λάθος. Αν αποδειχθεί ότι ο λόγος των ΗΠΑ δεν έχει ισχύ, όλα θα αλλάξουν προς το χειρότερο.
Η αδιαφορία του κ. Τραμπ για την αξιοπιστία των ΗΠΑ πηγαίνει ακόμα πιο μακρυά. Η χώρα προσφέρει το πιο πολύτιμο οικονομικό στοιχείο ενεργητικού στον κόσμο: τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου. Από την στιγμή που η δημοσιονομική θέση των ΗΠΑ έχει επιδεινωθεί, χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Οπότε, τί προτείνει ο υποψήφιος του υποτίθεται πιο συνετού δημοσιονομικού κόμματος; Σύμφωνα με το Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής, οι προτάσεις του θα αύξαναν το ομοσπονδιακό χρέος κατά 39% του ΑΕΠ.
Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι οι τεράστιες περικοπές δαπανών –τις οποίες δεν έχει εξηγήσει στους εύπιστους υποστηρικτές του. Μία άλλη, θα ήταν η χρεοκοπία. Του «αρέσει να παίζει με το χρέος», λέει ο ίδιος. Εξετάζει ακόμα και την επαναγορά αμερικανικού χρέους με discount.
Τέτοια «παιχνίδια» θα κατέστρεφαν την εμπιστοσύνη που έχουν χτίσει οι ΗΠΑ από την εποχή του Αλεξάντερ Χάμιλτον, του πρώτου υπουργού Οικονομικών της χώρας, με καταστρεπτικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι προσποιείται πως δεσμεύεται σε πολιτικές που είναι γνωστό ότι θα καταστρέψουν την αξιοπιστία των ΗΠΑ και την παγκόσμια σταθερότητα. Αλλά αν είναι τόσο ανέντιμος, ποια είναι τα πραγματικά του κίνητρα;
Επιπολαιότητα ή κυνισμός –τί είναι το χειρότερο;
Είναι ακόμη πιθανό, αλλά καθόλου σίγουρο, ότι ο Ντ. Τραμπ θα χάσει τις εκλογές. Αν αυτό συμβεί, θα πρόκειται μεν για μία θετική εξέλιξη, αλλά σε κάθε περίπτωση η εγχώρια νομιμοποίηση του ρόλου των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία έχει υποχωρήσει. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην παγκόσμια κρίση αλλά και στο γεγονός ότι πολλοί Αμερικανοί έχουν ταλαιπωρηθεί οικονομικά τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα των ΗΠΑ.
Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, στο βιβλίο του Παγκόσμια Ανισότητα έχει επισημάνει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο η ανώτερη-μεσαία τάξη –ουσιαστικά οι μεσαίες και χαμηλότερες τάξεις των χωρών υψηλού εισοδήματος– δεν τα έχει πάει και τόσο καλά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι καθηγητές του Πρίνστον, Αν Κέϊς και Άνγκους Ντίτον, σημειώνουν επιπλέον μία μεγάλη σχετική επιδείνωση στα ποσοστά θνησιμότητας και νοσηρότητας στους λευκούς Αμερικανούς άνδρες της μεσαίας τάξης, λόγω αυτοκτονιών και καταχρήσεων αλκοόλ και ναρκωτικών. Αυτό αναμφίβολα αντανακλά την απελπισία αυτών των ανθρώπων. Είναι δύσκολο να αποτυγχάνεις σε μία κουλτούρα που λατρεύει την προσωπική επιτυχία. Η στήριξη στον Ντ. Τραμπ στην κοινωνική αυτή ομάδα πρέπει να εκφράζει αυτή την απελπισία. Ως ηγέτης τους, συμβολίζει την επιτυχία. Επίσης, δεν προσφέρει συνεκτικές λύσεις αλλά προσφέρει αποδιοπομπαίους τράγους.
Για να ηττηθεί ο συντηρητικός λαϊκισμός πρέπει κανείς να προτείνει εναλλακτικές. Ο Ντάγκλας Ίρβιν, του Ντάρμουθ Κόλλετζ, υποστηρίζει σε άρθρο του ότι ο προστατευτισμός είναι ένα κακό φάρμακο. Όχι μόνον δεν θεραπεύει κανένα πρόβλημα μίας ανοικτής οικονομία, αλλά την αποδυναμώνει και την περιορίζει.
Το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας δεν είναι η παγκοσμιοποίηση αφ’ εαυτή, αλλά οι στρεβλώσεις που οι υπέρμαχοί της άφησαν να αναπτυχθούν στους κόλπους της. Αν κάποτε οι χρηματοπιστωτικοί έλεγχοι ήσαν αναποτελεσματικοί και υψηλού κόστους, αυτό δεν σήμαινε ότι η πλήρης απελευθέρωση έλυνε όλα τα προβλήματα.
Αν λοιπόν η παγκοσμιοποίηση θέλει κάποιες αδρές συλλογικές ρυθμίσεις, αυτές δεν πρόκειται να προκύψουν μέσα από νέους προστατευτισμούς. Ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί. Γι αυτό, σήμερα ας είμαστε σε εγρήγορση, για να μην πούμε αύριο «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα».
* Κορυφαίος αρθρογράφος στην εφημερίδα Financial Times