Οι γυναίκες που είχαν κάποτε διαγνωσθεί με καρκίνο αλλά επιβίωσαν ύστερα από τη σχετική θεραπεία, έχουν 38% μικρότερη πιθανότητα να μείνουν έγκυες, σύμφωνα με νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Μέχρι σήμερα ήταν γνωστό ότι η αντικαρκινική θεραπεία (χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία) μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη γονιμότητα, αλλά είναι η πρώτη φορά που μια μελέτη καταλήγει σε συγκεκριμένη εκτίμηση.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, με επικεφαλής τον καθηγητή Ρίτσαρντ Άντερσον, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας στη Γενεύη, ανέλυσαν στοιχεία για 23.200 καρκινοπαθείς στη Σκωτία, στις οποίες η νόσος είχε διαγνωσθεί έως την ηλικία των 39 ετών.
Με βάση συγκριτικά στοιχεία από τον γενικό πληθυσμό, οι συνολικές γεννήσεις από αυτή την ομάδα γυναικών σε διάστημα 30ετίας θα έπρεπε να είναι σχεδόν 11.000, αλλά ήσαν 6.627 (38% λιγότερες των αναμενομένων).
Μεταξύ των γυναικών που ποτέ δεν είχαν μείνει έγκυες πριν τη διάγνωση του καρκίνου, 21% όσων επιβίωσαν μετά τη θεραπεία έμειναν τελικά έγκυες για πρώτη φορά, έναντι ποσοστού 39% στο γενικό πληθυσμό των γυναικών. Συνεπώς μια γυναίκα που είχε καρκίνο και έκανε θεραπεία, έχει περίπου τις μισές πιθανότητες να μείνει έγκυος για πρώτη φορά. Η μείωση των πιθανοτήτων είναι μικρότερη (σχεδόν 40%), αν η γυναίκα είχε ήδη μείνει έγκυος πριν τη διάγνωση του καρκίνου.
Η επίπτωση στη γονιμότητα αφορά σχεδόν όλες τις μορφές καρκίνου, αν και όχι στον ίδιο βαθμό. Η χημειοθεραπεία των γυναικολογικών καρκίνων μπορεί να κάνει ζημιά στις ωοθήκες, ενώ η ακτινοθεραπεία στις ωοθήκες, στη μήτρα και στα κέντρα του εγκεφάλου που ελέγχουν την αναπαραγωγή.
Με το πέρασμα του χρόνου αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό και το προσδόκιμο επιβίωσης των καρκινοπαθών. Παράλληλα, βελτιώνονται και γίνονται πιο δημοφιλείς οι τεχνικές ψύξης και κρυοσυντήρησης των ωαρίων και του ιστού ωοθήκης πριν την έναρξη της αντικαρκινικής θεραπείας, με στόχο τη διασφάλιση της γονιμότητας της γυναίκας μετά τη θεραπεία.