Πριν από 50 ημέρες, στις 24 Φεβρουαρίου, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοίνωσε την έναρξη στρατιωτικής επίθεσης στην Ουκρανία. Ρωσικές δυνάμεις έπληξαν πόλεις της Ουκρανίας, ενώ τα στρατεύματα του Κρεμλίνου πέρασαν τα σύνορα, προκαλώντας τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εικόνες θανάτου και βασανιστηρίων, καθώς και ο εντοπισμός ομαδικών τάφων, προκάλεσαν σοκ σε όλο τον κόσμο. Ο Πούτιν χαρακτηρίστηκε εγκληματίας πολέμου και ηγέτες της Δύσης κατηγόρησαν τη Ρωσία ότι διέπραξε «γενοκτονία».
Οι επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής είναι ορατές και πολύ πέρα από την Ουκρανία. Αρκετές χώρες άρχισαν να επανεξετάζουν την πιο ουδέτερη στάση που κρατούσαν στο παρελθόν, ενώ η παγκόσμια οικονομία απειλείται με αποσταθεροποίηση.
Η Washington Post περιγράφει πώς άλλαξε ο κόσμος τις τελευταίες 50 ημέρες:
1. Θερμό καλωσόρισμα στους Ουκρανούς πρόσφυγες
Περισσότεροι από 4,7 εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, με πολλούς να καταφεύγουν σε γειτονικά κράτη όπως η Πολωνία και η Ρουμανία. Δεν είχαν στρώσει όλες αυτές οι κυβερνήσεις «κόκκινο χαλί» για τους πρόσφυγες στο παρελθόν, ωστόσο οι Ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν μια νέα στρατηγική, τροποποιώντας τη διαδικασία χορήγησης ασύλου.
Ακόμη και η Ιαπωνία έχει κινητοποιηθεί για να δεχτεί δεκάδες εκτοπισμένους Ουκρανούς. Από τις αρχές Απριλίου, το Τόκιο έχει υποδεχτεί περισσότερα από 400 άτομα.
Ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, πάντως, ανέφερε πρόσφατα ότι χώρες όπως η Αιθιοπία και η Υεμένη δεν έχουν λάβει ούτε ένα μέρος από τα φώτα της δημοσιότητας που έχει λάβει η Ουκρανία, παρά τις συγκρούσεις και σε εκείνες τις περιοχές.
2. Επανεξέταση της πολιτικής ουδετερότητας
Αρκετές χώρες που εισήλθαν στον χρηματοπιστωτικό πόλεμο της Δύσης κατά της Ρωσίας, ήταν είτε πολιτικά ουδέτερες, είτε είχαν στενούς οικονομικούς δεσμούς με Ρώσους ολιγάρχες.
Λίγο μετά τη ρωσική εισβολή, η Ελβετία ανακοίνωσε ότι θα ακολουθήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας, σε μια στροφή από τη μακροχρόνια ουδετερότητά της. Το Μονακό έκανε επίσης κινήσεις για πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων Ρώσων ολιγαρχών, βάσει των κυρώσεων της Ε.Ε.
Ομοίως, η Σιγκαπούρη έκανε αυτό που η ίδια αποκάλεσε μια «σχεδόν άνευ προηγουμένου» κίνηση για την επιβολή κυρώσεων σε μια χώρα, χωρίς να έχει υιοθετηθεί πρώτα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ενώ το νόμισμα της Ρωσίας έχει ανακτήσει κάποιο έδαφος μετά την κατάρρευσή του, η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ότι η ρωσική οικονομία ενδέχεται να συρρικνωθεί κατά 11,2% φέτος.
3. Η συνεχιζόμενη απο-παγκοσμιοποίηση της ρωσικής οικονομίας
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι Ρώσοι στράφηκαν σε δυτικές πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η διεθνής αντίδραση μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν το 2014 ξεκίνησε την αποσύνδεση της κοινωνίας και της οικονομίας της Ρωσίας από τον δυτικό κόσμο, ωστόσο η εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου στην Ουκρανία επιτάχυνε τη διαδικασία.
Υπό την πίεση των κυβερνήσεων και των καταναλωτών, μεγάλες εταιρείες και οργανισμοί έχουν προχωρήσει σε αναστολή των δραστηριοτήτων τους στη Ρωσία, στερώντας από τους Ρώσους την πρόσβαση σε πολλά καταναλωτικά αγαθά. Διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις και σημαντικά πολιτιστικά ιδρύματα έχουν επίσης διακόψει τους δεσμούς τους με Ρώσους.
4. Έκρηξη στις γερμανικές αμυντικές δαπάνες
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, το Βερολίνο ανέπτυξε στενούς οικονομικούς και ενεργειακούς δεσμούς με τη Μόσχα. Η επιθετικότητα του Πούτιν, ωστόσο, ανάγκασε τη Γερμανία να αλλάξει πορεία.
Στα τέλη Φεβρουαρίου, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα αυξήσει κατά πολύ τις αμυντικές δαπάνες. Επίσης, άναψε «πράσινο φως» στην αποστολή όπλων στην Ουκρανία.
Παράλληλα με τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις για αύξηση αμυντικών δαπανών, ο στρατός της Γερμανίας θα δει τα ταμεία του να ενισχύονται με περίπου 100 δισ. ευρώ, ποσό διπλάσιο από τον περσινό αμυντικό προϋπολογισμό.
5. Κίνδυνος επισιτιστικής κρίσης
Πριν από τον πόλεμο, η Ουκρανία ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγέας καλαμποκιού και σιταριού στον κόσμο. Η Ρωσία, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, ήταν επίσης κορυφαίος προμηθευτής λιπασμάτων. Ωστόσο, η παρατεταμένη σύγκρουση έχει οδηγήσει σε άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων παγκοσμίως, θέτοντας σε κίνδυνο την επισιτιστική ασφάλεια και τις προσπάθειες καταπολέμησης της φτώχειας στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, 41 εκατ. άνθρωποι στη Δυτική και Κεντρική Αφρική ενδέχεται να επηρεαστούν από κρίση τροφίμων φέτος, καθώς η περιοχή είναι αντιμέτωπη με τις υψηλότερες τιμές της δεκαετίας σε προϊόντα όπως τα σιτηρά, το λάδι και τα λιπάσματα. Ο πόλεμος έχει επίσης προκαλέσει πανικό στην αγορά βασικών ειδών διατροφής σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Συρία και ο Λίβανος που εξαρτώνται από τις ουκρανικές και ρωσικές εισαγωγές.
Την Τρίτη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου υποβάθμισε τη φετινή πρόβλεψη για ανάπτυξη στο 2,8% από 4,1% πριν από τον πόλεμο, λέγοντας ότι η σύγκρουση είχε προκαλέσει «ένα σοβαρό πλήγμα» στην παγκόσμια οικονομία.