Αν και απροσδόκητο, ο Ντόναλντ Τραμπ ενδέχεται να αποδειχθεί η καλύτερη εξέλιξη για το ελεύθερο εμπόριο, τουλάχιστον για την Ευρώπη.
Υψώνοντας ένα «τείχος δασμών» γύρω από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο της πολιτικής του «Πρώτα η Αμερική», ο αμερικανός πρόεδρος ωθεί άθελά του άλλες χώρες να συσπειρωθούν, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν το ισχυρό πλήγμα που θα δεχθούν οι εξαγωγές τους.
Η ΕΕ, πιεζόμενη από τη γαλλική πολιτική του προστατευτισμού και τις διεθνείς διαμαρτυρίες για το κλίμα, προσπαθούσε τα τελευταία πέντε χρόνια να χρησιμοποιήσει την εμπορική πολιτική για να προβάλλει τις αξίες της, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιωσιμότητα, γεγονός που προκαλούσε δυσαρέσκεια σε εταίρους όπως η Ινδία, η Ινδονησία και το μπλοκ Mercosur της Νότιας Αμερικής.
Όμως, από τη στιγμή που οι ΗΠΑ, ο ιστορικός τους σύμμαχος, ακολουθούν πλέον μοναχική πορεία και αναστατώνουν τις παγκόσμιες αγορές και τα εμπορικά δίκτυα με κύματα δασμών, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να πάρει τη σκυτάλη ως φιλελεύθερος οικονομικός πόλος, ανοιχτός στο εμπόριο.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε ότι πολλές χώρες πλέον απευθύνονται στις Βρυξέλλες, θεωρώντας την ΕΕ αξιόπιστο εταίρο που δεν «αλλάζει γνώμη από τη μια μέρα στην άλλη».
«Σε ένα ολοένα και πιο απρόβλεπτο παγκόσμιο περιβάλλον, οι χώρες θέλουν να συνεργαστούν μαζί μας», ανέφερε σε δηλώσεις της στο Politico Europe, με αφορμή τη 10η επέτειο από την ίδρυσή του.
Αυτή η αλλαγή πορείας χαροποιεί ιδιαίτερα τις πιο φιλελεύθερες οικονομικά χώρες της ΕΕ, που συχνά διαφωνούσαν με τον γαλλικό προστατευτισμό.
«Υπάρχουν οι φιλελεύθερες χώρες του βορρά, όπως η Σουηδία, οι βαλτικές χώρες. Υπάρχουν και οι πιο προστατευτικές. Στη μέση, υπάρχουν και κάποιες ενδιάμεσες που τείνουν πλέον προς τη δική μας κατεύθυνση», δήλωσε ο Σουηδός υπουργός Εμπορίου, Μπέντζαμιν Ντούσα, στο περιθώριο πρόσφατης συνάντησης υπουργών Εμπορίου της ΕΕ στο Λουξεμβούργο.
«Υπάρχει αίσθηση επείγοντος στα κράτη-μέλη. Πρέπει να ανοίξουμε νέες εμπορικές διόδους, να υπογράψουμε νέες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου», πρόσθεσε.
Οι δασμοί του Τραμπ, 10% για τις περισσότερες χώρες, 145% για την Κίνα, 25% για χάλυβα, αλουμίνιο και αυτοκίνητα, αναμένεται να μειώσουν το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες φέτος.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου προβλέπει πλέον συρρίκνωση του παγκόσμιου εμπορίου κατά 0,2% φέτος, με το ενδεχόμενο πτώσης έως και 1,5% αν ο Τραμπ επαναφέρει τους υψηλότερους «ανταποδοτικούς» δασμούς, για την ΕΕ 20%, που έχει αναστείλει προσωρινά για 90 ημέρες, προκειμένου να υπάρξει περιθώριο διαπραγμάτευσης.
Σε φουλ ρυθμούς η Επιτροπή
Από την επιβεβαίωση της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Δεκέμβριο, υπό την προεδρία φον ντερ Λάιεν, έχουν ενταθεί οι εμπορικές διαπραγματεύσεις.
Οι Βρυξέλλες ολοκλήρωσαν πολύχρονες διαπραγματεύσεις με το μπλοκ Mercosur, το Μεξικό και την Ελβετία. Επαναλήφθηκαν οι συνομιλίες με τη Μαλαισία, ενώ άνοιξαν νέες με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η φον ντερ Λάιεν έχει δεσμευθεί για την ολοκλήρωση συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με την Ινδία μέσα στο έτος, ενώ δηλώνει πρόθυμη για «στενότερη συνεργασία» με τη Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για τη Διασυνοριακή Εταιρική Σχέση στον Ειρηνικό (CPTPP), στην οποία συμμετέχουν 12 χώρες του Ινδο-Ειρηνικού και προσφάτως και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι εκλογές της 3ης Μαΐου στην Αυστραλία μπορεί να αποτελέσουν την αφετηρία για νέα προσπάθεια συμφωνίας, μετά την αποτυχία των συνομιλιών στα τέλη του 2023.
«Η πολιτική του Τραμπ θα οδηγήσει όλους να συμφωνήσουν ότι πρέπει να αναπτυχθούν εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο και να αυξηθούν οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου», δήλωσε ο Ζαν-Λυκ Ντεμαρτί, πρώην επικεφαλής της Διεύθυνσης Εμπορίου της Επιτροπής κατά την πρώτη θητεία Τραμπ.
Γενικότερα, χώρες της ΕΕ όπως η Γαλλία, το Βέλγιο και η Αυστρία, που ως τώρα δίσταζαν να ανοίξουν ευαίσθητες αγορές τους, αρχίζουν να βλέπουν τις συμφωνίες όχι μόνο ως οικονομικό όφελος αλλά ως γεωπολιτική αναγκαιότητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία, της οποίας το πολιτικό σύστημα απέρριπτε τη συμφωνία ΕΕ-Mercosur ως τοξική. Πλέον, όμως, δείχνει σημάδια αναδίπλωσης.
«Δεν έχει νόημα να μένουμε προσκολλημένοι στη Mercosur, η οποία διαπραγματεύτηκε με καλούς όρους», δήλωσε η ευρωβουλευτής Μαρί-Πιερ Βεντρενέ, μέλος του φιλελεύθερου κόμματος Modem του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού.
«Πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία, αλλιώς θα μείνουμε πίσω στις εξελίξεις», πρόσθεσε.
Η διατλαντική εμπορική σχέση είναι η μεγαλύτερη για την Ευρώπη, με εμπορικές ροές αξίας 1,6 τρισ. ευρώ να ανταλλάσσονται κάθε χρόνο. Ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Κίνα και η Ελβετία. Αν και η ΕΕ και η Κίνα εξετάζουν την επανεκκίνηση των σχέσεών τους, συμφωνία δεν διαφαίνεται, ωθώντας την ΕΕ να διευρύνει το πεδίο δράσης της.
Αλλαγή στάσης
Για τους Ευρωπαίους αξιωματούχους που γνωρίζουν το «εγχειρίδιο» Τραμπ, η σημερινή αλλαγή θυμίζει το 2017.
Όταν ο Τραμπ ανέλαβε την προεδρία, η ΕΕ μόλις είχε ξεπεράσει το «μεγάλο, γκροτέσκο σίριαλ με τον Καναδά», όπως είπε ο Ντεμαρτί, θυμίζοντας πως η περιοχή της Βαλλονίας στο Βέλγιο καθυστέρησε για μήνες την επικύρωση της συμφωνίας CETA μεταξύ Καναδά και ΕΕ.
«Είχαμε νιώσει τότε μια αλλαγή στάσης απέναντι στο εμπόριο», ανέφερε.
«Και από τη στιγμή που ο Τραμπ έγινε ιδιαίτερα εχθρικός προς το εμπόριο, ακόμη και οι σκεπτικιστές, λόγω της αντιπάθειας προς τον Τραμπ, άρχισαν να μαλακώνουν τη στάση τους», συμπλήρωσε.
Ωστόσο, παρά την προσωρινή ανακούφιση των φιλελεύθερων εμπορικά κρατών-μελών, δεν σημαίνει ότι οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου θα προχωρήσουν πιο εύκολα, τουλάχιστον προς το παρόν.
Μεγάλη ανησυχία προκαλεί η πιθανότητα μετατόπισης των κινεζικών εξαγωγών, που πλέον αποκλείονται από την αμερικανική αγορά, προς την Ευρώπη. Το σενάριο αυτό ενισχύει τις φωνές που ζητούν αυστηρότερη προστασία της ενιαίας αγοράς της ΕΕ.
Ακόμη και αν ο Τραμπ άφησε ελπίδες για θετική κατάληξη της διατλαντικής εμπορικής διένεξης κατά την πρόσφατη επίσκεψη της Τζόρτζια Μελόνι στον Λευκό Οίκο, μια ευρείας κλίμακας εμπορική συμφωνία δεν φαίνεται πιθανή.
Αυτό επιδιώκει ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος υποστηρίζει ότι το «καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει η Ευρώπη με την Ουάσινγκτον» είναι η εξάλειψη όλων των δασμών.
Από την κατάρρευση των συνομιλιών για τη διαβόητη Συμφωνία TTIP το 2016, η ΕΕ ενίσχυσε τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά της πρότυπα. Και ακόμη κι αν καθυστερούσε ή χαλάρωνε κάποια στοιχεία της πράσινης ατζέντας της, αυτό δεν αρκεί για να ικανοποιήσει την αμερικανική κυβέρνηση, προσανατολισμένη αποκλειστικά στην επιχειρηματικότητα.
Για τον Ντεμαρτί, η αναβίωση αυτής της διατλαντικής συμφωνίας θα ήταν «βαρύ λάθος».
«Δεν θα καταλήξει πουθενά. Τη διαπραγματευόμουν πάνω από τέσσερα χρόνια και διαπίστωσα ότι ήταν μια αδύνατη διαπραγμάτευση», ανέφερε.