Αν και ο φόβος του θανάτου αποτελεί θεμελιακό γνώρισμα του ανθρώπου, τελικά πολλοί άνθρωποι, όταν το τέλος της ζωής πλησιάζει, εκδηλώνουν αναπάντεχα θετικά συναισθήματα.
Αυτό είναι το συμπέρασμα δύο νέων αμερικανικών μελετών, που δείχνουν ότι, αντίθετα με τη διαδεδομένη άποψη, η «πρόγευση» του θανάτου συχνά είναι πολύ πιο θετική από ό,τι περιμένουν οι περισσότεροι άνθρωποι να είναι.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Κουρτ Γκρέι του Πανεπιστημίου της Β.Καρολίνα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό ψυχολογίας "Psychological Science", πραγματοποίησαν δύο έρευνες, που κατέληξαν σε παρεμφερές συμπέρασμα: ενώ στη φαντασία των ανθρώπων ο θάνατος φαντάζει τρομακτικός (πόνος, βάσανα, άγχος, μοναχική συνάντηση με το άγνωστο κ.α.), οι τελευταίες στιγμές μπορεί να είναι λιγότερο αρνητικές, αν όχι ακόμη και θετικές συναισθηματικά.
Η πρώτη μελέτη ανέλυσε -με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών- το συναισθηματικό περιεχόμενο των ιστολογίων (μπλογκ) που έχουν δημιουργήσει καρκινοπαθείς τελικού σταδίου και άλλοι ασθενείς με ανίατες παθήσεις. Η σύγκριση με κείμενα υγιών ανθρώπων που κλήθηκαν να γράψουν πώς φαντάζονται πως θα νιώσουν όταν θα πεθαίνουν, αποκαλύπτει ότι οι αναρτήσεις όσων σύντομα θα πεθάνουν, είναι πιο θετικές συναισθηματικά από τις εκ των προτέρων φαντασιώσεις περί θανάτου. Μάλιστα, όσο πλησιάζει ο θάνατος, τόσο πιο θετικές γίνονται και τόσο αυξάνεται η συχνότητα λέξεων όπως «αγάπη» και «ευτυχία», αντί για «φόβος», «άγχος» κ.α.
Η δεύτερη μελέτη ανέλυσε τις τελευταίες λέξεις και ποιήματα μελλοθάνατων σε αμερικανικές φυλακές, οι οποίοι είχαν καταδικασθεί να εκτελεσθούν για σοβαρά εγκλήματα. Και σε αυτή την περίπτωση, το συναισθηματικό περιεχόμενο των γραπτών τους ήταν -κατά μέσο όρο- απρόσμενα θετικό και λιγότερο αρνητικό, σε σχέση με τα ποιήματα που έγραφαν άλλοι φυλακισμένοι που δεν ήσαν μελλοθάνατοι. Το μυαλό των μελλοθάνατων έλκεται ιδιαίτερα από έννοιες όπως η θρησκεία και η οικογένεια.
«Όταν φανταζόμαστε τα συναισθήματά μας, καθώς πλησιάζουμε το θάνατο, συνήθως κυριαρχεί η λύπη και ο τρόμος. Όμως, όπως φαίνεται, το να πεθαίνει κανείς είναι λιγότερο λυπηρό και τρομακτικό -ακόμη και πιο χαρούμενο- από ό,τι νομίζουμε. Οι τελευταίες αναρτήσεις των ανίατων αρρώστων και οι τελευταίες λέξεις των μελλοθάνατων φυλακισμένων είναι γεμάτες αγάπη, κοινωνική σύνδεση και νόημα» δήλωσε ο Γκρέι.
Βέβαια, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι αν κάποιος, στο κατώφλι του θανάτου, βρει το κουράγιο να γράφει ιστολόγια και ποιήματα, τότε όντως υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να βρίσκει κάποιο θετικό νόημα στο θάνατο. Αλλά πολύ περισσότεροι άνθρωποι μάλλον δεν έχουν αυτό το κουράγιο...
Αλλά πότε ακριβώς έρχεται ο θάνατος;
Παρόλο που στη ζωή, όπως λένε, δύο πράγματα είναι βέβαια, οι φόροι και ο θάνατος, υπάρχουν ακόμη αμφιβολίες για το ένα από τα δύο - και αυτό παραδόξως δεν είναι οι φόροι. Οι γιατροί και άλλοι επιστήμονες πασχίζουν ακόμη να βρουν έναν κοινό ορισμό του θανάτου και να τον εφαρμόζουν σε όλο τον κόσμο.
Το θέμα τέθηκε επί τάπητος ξανά στο ετήσιο συνέδριο Euroanaesthesia της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αναισθησιολογίας στη Γενεύη (3-5 Ιουνίου). Οι περισσότεροι γιατροί παγκοσμίως -τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο- συμφωνούν πλέον ότι ο θάνατος είναι τελικά εγκεφαλικός θάνατος, μια έννοια που εισήχθη εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια.
Όμως παραμένουν αρκετές διαφωνίες γύρω από τον προσδιορισμό της ακριβούς στιγμής του θανάτου με βάση με μια σειρά από νευρολογικά κριτήρια. Έτσι, δεν υπάρχει ομοφωνία για το πότε ακριβώς επέρχεται ο θάνατος.
Ορισμένοι γιατροί επιμένουν ότι αρκεί να βεβαιωθεί ο θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους, του αρχαιότερου και κατώτερου τμήματος του εγκεφάλου που ευθύνεται για τις ζωτικές αυτόνομες λειτουργίες όπως η αναπνοή, καθώς και για τη συνείδηση. Αν μέσα από τη σχετική ιατρική εξέταση διαπιστωθεί ο θάνατος του στελέχους του εγκεφάλου, τότε θεωρούν δεδομένο ότι επήλθε γενικά ο θάνατος.
Όμως ορισμένοι αντιτείνουν ότι πρέπει να επιβεβαιωθεί ο θάνατος ολόκληρου του εγκεφάλου και όχι μόνο του στελέχους. Μεταξύ άλλων, φέρνουν ως επιχείρημα ότι όχι σπάνια ο εγκέφαλος εμφανίζει ηλεκτρική δραστηριότητα για αρκετά λεπτά μετά τον θάνατο του εγκεφαλικού στελέχους.
Όπως δήλωσε στο συνέδριο ο καθηγητής αναισθησιολογίας και εντατικής θεραπείας Τζιουζέπε Κιτέριο της Ιατρικής και Χειρουργικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μιλάνο, «με όλη τη σύγχρονη τεχνολογία που υπάρχει σήμερα, θα περίμενε κανείς ο προσδιορισμός του θανάτου να είναι εύκολο ζήτημα, αλλά δεν είναι».
Ο ίδιος υποστηρίζει σθεναρά ότι αν έχει πεθάνει το εγκεφαλικό στέλεχος, ο άνθρωπος είναι πεθαμένος, ακόμη κι αν άλλα τμήματα του εγκεφάλου του λειτουργούν για ένα διάστημα ακόμη. Συνεπώς δεν χρειάζονται πρόσθετες εξετάσεις όπως το ηλεκτρογκεφαλογράφημα, όπως απαιτεί π.χ. η χώρα του, η Ιταλία.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ