Στο επίκεντρο ενός σκανδάλου βρέθηκε χθες, Κυριακή, η εταιρεία Uber, μετά την τεράστια έρευνα που διεξήγαγαν δημοσιογράφοι που την κατηγόρησαν ότι στο παρελθόν «παραβίασε τη νομοθεσία» και χρησιμοποίησε βίαιες μεθόδους για να επιβληθεί στην αγορά, παρά τις επιφυλάξεις πολιτικών και εταιρειών ταξί.
«Δεν έχουμε δικαιολογήσει και δεν αναζητούμε δικαιολογίες για τις συμπεριφορές που δεν συνάδουν με τις τρέχουσες αρχές μας ως εταιρεία» δήλωσε η Τζιλ Χέιζελμπεϊκερ, αντιπρόεδρος της Uber αρμόδια για το Μάρκετινγκ και τις Δημόσιες Σχέσεις σε ανακοίνωσή της.
«Ζητάμε από το κοινό να μας κρίνει από τα όσα κάναμε τα πέντε τελευταία χρόνια και από τα όσα θα κάνουμε τα επόμενα» πρόσθεσε.
Ο Guardian έλαβε από ανώνυμη πηγή και μοιράστηκε με τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) και τα 42 ΜΜΕ-εταίρους της περίπου 124.000 έγγραφα που χρονολογούνται από το 2013 ως το 2017, μεταξύ των οποίων SMS και μέιλ στελεχών της Uber, καθώς και παρουσιάσεις, σημειώσεις και τιμολόγια.
Χθες Κυριακή πολλά μέσα ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο (ανάμεσά τους η Washington Post, η Le Monde και το BBC) δημοσίευσαν τα πρώτα τους άρθρα για το σκάνδαλο βασιζόμενα στα Uber Files.
Σε αυτά παρουσιάζουν πρακτικές της Uber στη διάρκεια των ετών της γρήγορης επέκτασης της εταιρείας, αλλά και σε μια περίοδο που βρέθηκε στο επίκεντρο πολλών αντιπαραθέσεων κυρίως με εταιρείες ταξί σε διάφορες πόλεις, από το Παρίσι ως το Γιοχάνσεμπουργκ.
«Η εταιρεία παραβίασε τη νομοθεσία, παραπλάνησε την αστυνομία και τις ρυθμιστικές αρχές, εκμεταλλεύθηκε τη βία εναντίον των οδηγών της και άσκησε μυστικά πίεση σε κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο», αναφέρει στην εισαγωγή του το άρθρο του Guardian.
«Διακόπτης ασφαλείας»
Τα άρθρα αναφέρονται κυρίως σε μηνύματα του Τράβις Κάλανικ, τότε επικεφαλής της εταιρείας με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, όταν στελέχη της εξέφρασαν την ανησυχία τους για τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οδηγοί της Uber, τους οποίους ενθάρρυναν να συμμετάσχουν σε διαδήλωση στο Παρίσι.
«Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο», τους απάντησε ο συνιδρυτής της εταιρείας. «Η βία εγγυάται την επιτυχία».
Σύμφωνα με τον Guardian, η Uber υιοθέτησε αντίστοιχες τακτικές σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία), κινητοποιώντας τους οδηγούς της και ωθώντας τους να διαμαρτύρονται στην αστυνομία, όταν έπεφταν θύματα επιθέσεων, με στόχο η εταιρεία να εκμεταλλευθεί την κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης για να αποσπάσει υποχωρήσεις από τις Αρχές.
«Ο Κάλανικ ποτέ δεν υπονόησε ότι η Uber εκμεταλλεύεται τη βία εις βάρος της ασφάλειας των οδηγών» αντίδρασε ο Ντέβον Σπέρτζον εκπρόσωπος του πρώην επικεφαλής της εταιρείας σε ανακοίνωσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα από την ICIJ.
Μετά τις κατηγορίες εναντίον του ότι ενθάρρυνε αμφιλεγόμενες και βίαιες πρακτικές από τους επικεφαλής της εταιρείας, υπό το φόντο σεξισμού και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, ο Κάλανικ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη θέση του γενικού διευθυντή τον Ιούνιο του 2017.
Όταν ανακοίνωσε την παραίτησή του από το διοικητικό συμβούλιο της Uber, στα τέλη του 2019, δήλωσε «περήφανος για τα όσα πέτυχε η εταιρεία».
Ο εκπρόσωπός του απέρριψε χθες όλες τις κατηγορίες των εφημερίδων, περιλαμβανομένης αυτής περί παρακώλυσης της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τις εφημερίδες, η Uber είχε υιοθετήσει διάφορες στρατηγικές για να αποφεύγει τις προσπάθειες παρέμβασης των δυνάμεων της τάξης, ανάμεσά τους και αυτή του «διακόπτη ασφαλείας» που συνίστατο στο να διακόπτεται άμεσα η πρόσβαση ενός γραφείου στις βάσεις δεδομένων του διαδικτύου σε περίπτωση έρευνας.
«Εκτός νόμου»
Ο Guardian επικαλείται διάφορα αποσπάσματα συνομιλιών μεταξύ στελεχών, στα οποία σχολιάζουν ότι δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο για τις δραστηριότητές της Uber.
«Κάποιες φορές έχουμε προβλήματα διότι είμαστε εντελώς εκτός νόμου», είχε γράψει η διευθύντρια επικοινωνίας της Uber Νάιρι Χουρνταζιάν στους συναδέλφους της το 2014, όταν απειλούνταν η ύπαρξη της εταιρείας στην Ταϊλάνδη και την Ινδία.
Η Uber αρχικά χρειάστηκε να δώσει μάχη για να γίνει αποδεκτή από τους καταναλωτές. Η εταιρεία φλέρταρε με τους καταναλωτές και τους οδηγούς και βρήκε συμμάχους στην εξουσία, όπως τον Εμανουέλ Μακρόν την εποχή που ήταν υπουργός Οικονομίας (2014-16), ο οποίος φέρεται να βοήθησε διακριτικά στην εταιρεία.
Παράλληλα η Uber πρόσφερε μετοχές της σε πολιτικές προσωπικότητες στη Ρωσία και τη Γερμανία και πλήρωσε ερευνητές «εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για να δημοσιεύσουν έρευνες για τα οφέλη του οικονομικού της μοντέλου», αναφέρει η βρετανική εφημερίδα.
Στη χθεσινή της ανακοίνωση η Uber υπενθυμίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης είχαν καλύψει επαρκώς τα «λάθη» της εταιρείας πριν το 2017.
«Σήμερα η Uber (…) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας 100 εκατομμυρίων ανθρώπων» τόνισε η Χέιζελμπέκερ.
«Περάσαμε από μια εποχή αντιπαράθεσης σε μια εποχή συνεργασίας».