Tα μωρά που γεννούνται πρόωρα διατρέχουν μεαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων προβλημάτων υγείας, όπως είναι ο διαβήτης και τα νοσήματα που σχετίζονται με την παχυσαρκία.

Μεγαλύτερο κίνδυνο τόσο για την εμφάνιση διαβήτη και νοσημάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία διατρέχουν όσο και για μειωμένο προσδόκιμο ζωής διατρέχουν τα πρόωρα μωρά, σύμφωνα με νέα έρευνα που εκπονήθηκε από το ισραηλινό Πανεπιστήμιο Ben- Gurion, της Νεγκέβ.

Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα μωρά που γεννήθηκαν μεταξύ 39 και 41 εβδομάδων κύησης είχαν καλύτερους δείκτες υγείας μακροπρόθεσμα συγκρτικά με όσα γεννήθηκαν είτε πρόωρα (δηλαδή 37-39 εβδομάδων), είτε μετά τις 41 εβδομάδες.

Όπως αναφέρεται στο επιστημονικό περιοδικό American Journal of Obstetrics and Gynecology, η επιστημονική ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό μετά από έλεγχο της υγείας και του αριθμού των εισαγωγών σε νοσοκομεία 54.073 πρόωρα γεννημένων παιδιών και 171.000 παιδιών που γεννήθηκαν με πλήρη κύηση, τα οποία πλέον ήταν 18 χρονών ή και μεγαλύτερα.

"Βρήκαμε ότι οι νοσηλείες μέχρι την ηλικία των 18 που σχετίζονταν με την ενδοκρινική και μεταβολική νοσηρότητα ήταν πιο συνηθισμένες για τα πρόωρα παιδιά συγκριτικά με τα παιδιά που γεννήθηκαν μεταξύ 39-41 εβδομάδων, ειδικά σε ηλικίες από 5 ετών και πάνω", επισημαίνει ο Καθηγητής Eyal Sheiner, αντιπρύτανης της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου και επικεφαλής του Τμήματος Μαιευτικής και Γυναικολογίας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Soroka.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι η παχυσαρκία ήταν σημαντικά συχνότερη στα πρόωρα μωρά, καθώς και ότι τα παιδιά άνω των 5 ετών παρουσίαζαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά διαβήτη τύπου 1.

"Οι εγκυμοσύνες που τελείωναν πρόωρα ήταν περισσότερο πιθανό να έχουν επιπλοκές με υπερτασικά επεισόδια ή διαβήτη κύησης. Οι τοκετοί, δε, γίνονταν πιο συχνά με καισαρική τομή" αναφέρει ακόμη ο Dr. Sheiner τονίζοντας παράλληλα πως και το βάρος των νεογνών ήταν σημαντικά χαμηλότερο (κάτω από 2,5 κιλά).

Τα χαρακτηριστικά αυτά, υπογραμμίζουν επίσης οι ερευνητές, ενδέχεται να αυξήσουν τις πιθανότητες εμφάνισης άλλων παθήσεων που μακροπρόθεσμα θα επηρεάσουν την υγεία και την ευεξία των ατόμων αυτών, αυξάνοντας τα έξοδα για υπηρεσίες υγείας και μειώνοντας το προσδόκιμο ζωής τους.