Σε περίοδο εσωτερικών ζυμώσεων έχουν μπει για τα καλά τα γαλλικά πολιτικά κόμματα μετά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία.
Ο α΄ γύρος των χθεσινών εκλογών στη Γαλλία (30.06.2024) έφεραν πρώτο τον Έθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λε Πεν με 32,2%, δεύτερο το Νέο Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς με 28,1%, τρίτη την προσκείμενη στον πρόεδρο Μακρόν παράταξη «Μαζί» με 21,6% και τέταρτο το Ρεπουμπλικανικό κόμμα με 7,2% και τώρα παίζεται το «παιχνίδι» του β’ γύρου της Κυριακής 7 Ιουλίου.
Ο Γάλλος μεγιστάνας των ΜΜΕ Βενσάν Μπολορέ φαίνεται πως έχει θέσει την εκτεταμένη αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης στην υπηρεσία της εθνικιστικής δεξιάς της Γαλλίας, επισπεύδοντας μια δεξιά στροφή στη γαλλική πολιτική κάτι που αποτυπώθηκε στον α’ γύρο.
Τραβώντας τα νήματα από το παρασκήνιο με τον τρόπο του Ρούπερτ Μέρντοχ, ο δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας των media Μπολορέ ενορχήστρωσε μια συμμαχία δεξιών αντιπάλων ενόψει των χθεσινών βουλευτικών εκλογών, ενισχύοντας τις πιθανότητες νίκης του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού και όπως φαίνεται… τα κατάφερε.
Το πώς θα το δούμε στη συνέχεια…
Όταν ο συντηρητικός ηγέτης Ερίκ Σιοτί σχεδίασε την πρωτοφανή συμμαχία του με τη Μαρίν Λε Πεν, ρίχνοντας στα σκουπίδια δεκαετίες γκολικής παράδοσης, ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων (LR) δεν συμβουλεύτηκε κανέναν από τους αρχαιότερους συναδέλφους του στο κόμμα.
Ούτε καν τον Νικολά Σαρκοζί, τον τελευταίο από την «πολιτική οικογένειά του» που διετέλεσε Γάλλος πρόεδρος, όπως αναφέρει το γαλλικό δίκτυο France 24.
Αντίθετα, αφότου ο Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε πρόωρες εκλογές στις 30 Ιουνίου, μετά την πανωλεθρία που υπέστη στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου 2024, ο Σιοτί επισκέφθηκε τον Βενσάν Μπολορέ, τον «Γάλλο Μέρντοχ», τον δισεκατομμυριούχο που έχτισε μια τεράστια μιντιακή αυτοκρατορία μέσω επιθετικών εξαγορών ακριβώς για να δημιουργήσει μια τέτοια συμμαχία.
Ο σκοπός της επίσκεψης, που αποκάλυψε η γαλλική εφημερίδα Le Monde, ήταν να «ενορχηστρώσει τον συνασπισμό Σιοτί – Εθνικής Συσπείρωσης» – και να προετοιμαστεί για την αντίδραση που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε η απόφασή του.
Όταν ο Σιοτί ανακοίνωσε την απόφασή του την επόμενη μέρα, προκαλώντας την οργισμένη καταδίκη από στελέχη του κόμματος, η αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης του Μπολορέ ήταν έτοιμη να τον υπερασπιστεί και να πιάσει δουλειά.
«Ο Έρικ Σιότι άκουσε τους ψηφοφόρους της βάσης… Συμβαίνει, μερικές φορές, σε έναν πολιτικό ηγέτη», σχολίασε ένας δημοσιογράφος που εργάζεται στον κορυφαίο ραδιοτηλεοπτικό σταθμό του μεγιστάνα CNews.
Στη συνέχεια, σαρκάζοντας τους επικριτές του Σιοτί στους Ρεπουμπλικανούς, ισχυρίστηκε ότι η απόρριψη μιας συμμαχίας με τη Λε Πεν απέδειξε ότι είναι «εκτός επαφής, στερούνται θάρρους, δεν έχουν μέλλον και είναι ξεκάθαρα ανίκανοι να καταλάβουν τίποτα, πόσο μάλλον μάλλον τους ψηφοφόρους τους».
Στον ραδιοφωνικό σταθμό Europe 1 που επίσης ανήκει στην Μπολορέ, ο διευθυντής της συντηρητικής εφημερίδας Le Figaro επέκρινε την «ανεξιχνίαστη έκρηξη του αισθήματος κατά του Σιοτί», χλευάζοντας τα εκλογικά αποτελέσματα των «παλιών βαρόνων» της δεξιάς.
«Είτε οι Ρεπουμπλικανοί θα συνεργαστούν με τον Εθνικό Συναγερμό είτε είναι καταδικασμένοι να εξαφανιστούν» αποφάνθηκε.
«Από κάθε άποψη, η πιθανή νίκη της ακροδεξιάς στις επερχόμενες εκλογές θα ήταν μια προσωπική νίκη για τον Μπολορέ, μια δικαίωση του τι είχε σχεδιαστεί να επιτύχει η αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης του».
Ποιος είναι ο Γάλλος μεγιστάνας των media που χαρακτηρίζεται ως νέος «Ρούπερτ Μέρντοχ»
Ο Μπολορέ, ένας βαθιά συντηρητικός καθολικός από τη Βρετάνη, στη δυτική Γαλλία, έχει αναδειχθεί στον πιο επιτυχημένο επιχειρηματία της Γαλλίας, συγκεντρώνοντας μια αυτοκρατορία μεταφορών, ΜΜΕ και διαφήμισης που εκτείνεται σε όλη την Ευρώπη και την Αφρική.
Την τελευταία δεκαετία, επέκτεινε σταδιακά τα περιουσιακά του στοιχεία στα μέσα ενημέρωσης στη Γαλλία και συμπεριέλαβε τηλεοπτικά κανάλια, έναν ραδιοφωνικό σταθμό, περιοδικά, τον κορυφαίο εκδοτικό οίκο της Γαλλίας, τη μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής πώλησης ταξιδιών και, πιο πρόσφατα, την πιο γνωστή κυριακάτικη εφημερίδα της.
Οι εξαγορές δεν ήταν καθόλου ανώδυνες, αλλά ακολούθησαν μια καλά επεξεργασμένη στρατηγική, λέει η Alexandra Colineau από την ομάδα υπεράσπισης των μέσων ενημέρωσης Un Bout des Médias.
Αφού απέκτησε το ειδησεογραφικό κανάλι iTélé, μέρος του ομίλου Canal+, ο Μπολορέ προκάλεσε μια απεργία – ρεκόρ 31 ημερών το 2016, ξεφορτώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού και το μετέτρεψε σε μια συντηρητική πλατφόρμα, που οι επικριτές της ονόμασαν «Fox News της Γαλλίας».
Το CNews είναι πλέον το πιο δημοφιλές ειδησεογραφικό κανάλι της Γαλλίας – αν και πολλοί επικριτές του λένε ότι είναι περισσότερο ένα «κανάλι γνώμης».
Η εξαγορά της Journal du dimanche (JDD) οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη αποχή του προσωπικού πέρυσι, η οποία προκλήθηκε από τον διορισμό από τον Μπολορέ ενός αμφιλεγόμενου αρχισυντάκτη, η προηγούμενη θητεία του οποίου στο υπερσυντηρητικό περιοδικό Valeurs Actuelle περιελάμβανε μια καταδίκη για ρατσιστική ρητορική μίσους, λόγω γελοιογραφιών που απεικόνιζαν έναν μαύρο βουλευτή ως αλυσοδεμένο σκλάβο.
Η επιθετική επεκτατική πολιτική του δισεκατομμυριούχου στα μέσα ενημέρωσης έχει προκαλέσει συγκρίσεις με τον μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Ρούπερτ Μέρντοχ, του οποίου τα ειδησεογραφικά πρακτορεία στην Αυστραλία, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αλλάξει ριζικά τα μέσα ενημέρωσης και το πολιτικό τοπίο των χωρών αυτών.
«Ο Μέρντοχ είναι σαφώς το πρότυπο του Μπλορέ» λέει o Alexis Lévrier, ιστορικός των μέσων μαζικής ενημέρωσης που διδάσκει στο Université de Reims Champagne Ardennes.
«Και οι δύο έχουν τεράστιους και διαφοροποιημένους ομίλους μέσων ενημέρωσης. Και οι δύο στοχεύουν στο να κερδίζουν εκλογές χωρίς ποτέ να θέτουν υποψηφιότητα».
Κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης για την εξαγορά της Journal du dimanche πέρυσι, ο ιστορικός David Colon, ο οποίος έχει γράψει βιβλίο για την αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης του Μέρντοχ, επεσήμανε τους παραλληλισμούς μεταξύ των δύο μεγιστάνων.
«Όταν πρόκειται για τα ΜΜΕ, ο βασικός παράγοντας δεν είναι ο αριθμός των τίτλων που κατέχεις ή το μέγεθος του αναγνωστικού τους κοινού, αλλά μάλλον η ποικιλομορφία των μέσων», εξήγησε.
«Ποτέ άλλοτε δεν είχε συγκεντρωθεί τόση επιρροή στα χέρια ενός ανθρώπου», καταλήγει ο Alexis Lévrier, ιστορικός των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
«Και ποτέ πριν δεν έχει χρησιμοποιηθεί τέτοια επιρροή για την προώθηση μιας τόσο ακραίας ατζέντας».