«Το θέμα δεν μπορεί να σχολιαστεί περαιτέρω καθώς τώρα διεξάγεται ποινική έρευνα από την Μητροπολιτική αστυνομία», είναι η απάντηση εκπροσώπου τύπου από το Βρετανικό Μουσείο προς τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης.

Όμως το σκάνδαλο για το Βρετανικό Μουσείο δεν τελειώνει εδώ. Την Τετάρτη το μουσείο με δελτίο τύπου έκανε αναλυτική αναφορά για τα «χαμένα, κλεμμένα και κατεστραμμένα αντικείμενα», όπως έγραψε χαρακτηριστικά. Σε αυτό επιβεβαιώνεται ότι λείπουν δημιουργήματα που χρονολογούνται από το 1.500 π.Χ μέχρι τον 18ο αιώνα μ.Χ. Παράλληλα δε, αναφέρει ότι στην πλειονότητά τους είναι αντικείμενα «μικρά», τα οποία φυλάγονταν σε μια αποθήκη που άνηκε σε μια από τις συλλογές του Μουσείου.

Μια μέρα αργότερα από την ανακοίνωση, το όνομα του φερόμενου ως υπαίτιου είδε το φως της δημοσιότητας. Πρόκειται για τον 56χρονο Πίτερ Τζον Χιγκς, εργαζόμενο επί 30 χρόνια στο Μουσείο. Νωρίτερα φέτος, ήταν επιμελητής των Μεσογειακών πολιτισμών ενώ υπήρξε επιμελητής και στο τμήμα των ελληνικών γλυπτών και της ελληνιστικής περιόδου, τον οποίο το μουσείο έχει ήδη απομακρύνει.

Τι είναι γνωστό μέχρι στιγμής;

Σύμφωνα με το Βρετανικό Μουσείο το ζήτημα των χαμένων αντικειμένων έγινε γνωστό νωρίτερα μέσα στο έτος. Αμέσως διεξήγαγε μια ανεξάρτητη έρευνα η οποία έδειξε τον ύποπτο ενώ τώρα διεξάγεται ποινική έρευνα από τη Διεύθυνση Οικονομικού Εγκλήματος της Μητροπολιτικής Αστυνομίας.

Μάλιστα, ο πρόεδρος του Μουσείου Τζορτζ Όσμπορν δήλωσε «εξαιρετικά ανήσυχος όταν έμαθε νωρίτερα φέτος για τα κλοπιμαία αντικείμενα». Όμως σύμφωνα με χθεσινή αποκλειστική αποκάλυψη της εφημερίδας Telegraph η υπόθεση και οι υποψίες είχαν διεγερθεί αρκετά χρόνια πριν. Σύμφωνα με αυτή, τον Ιούνιο του 2020 ένας ειδικός στις αρχαιότητες ανακάλυψε ότι ένα ρωμαϊκό κόσμημα από όνυχα πωλούταν στο eBay για μόλις 40 λίρες. Χαρακτηριστικό, ότι η πραγματική αξία του κοστολογείται έως και τις 50.000 λίρες.

Το Βρετανικό Μουσείο αρνείται μέχρι στιγμής να αναφέρει την ποσότητα ή την αξία των χαμένων αντικειμένων, η οποία εκτιμάται στις 80 εκατομμύρια λίρες. Μάλιστα πολλά από τα αντικείμενα, τα οποία τώρα το προσωπικό αναζητά, αναφέρεται ότι δεν είναι καν ασφαλισμένα.

Ανύπαρκτη ασφάλεια εδώ και δεκαετίες

Οι βρετανικοί Times σε δικό τους άρθρο τονίζουν ότι τα θέματα ασφαλείας του βρετανικού μουσείου είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες. Στο άρθρο, υπενθυμίζεται ότι το 2002 δημοσιογράφος της εφημερίδας, προσποιούμενος επισκέπτη του μουσείου, κατάφερε να αρπάξει ένα αρχαίο ελληνικό άγαλμα. Στο τμήμα αυτό, βρισκόταν ο ύποπτος Πίτερ Τζον Χιγκς, ο οποίος κυνικά τότε παραδέχτηκε απλά ότι «επικρατεί ένα χάος στους χώρους φύλαξης».

Παράλληλα, πηγές αναδεικνύουν ότι το Μουσείο δεν είχε κάνει την πρέπουσα καταγραφή όλων των οχτώ εκατομμυρίων αντικειμένων της συλλογής του, κάνοντας ευκολότερη την κλοπή τους καθώς δεν θα μπορούσε να εντοπιστεί. Ο εξέχων καθηγητής ρωμαϊκής τέχνης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Μάρτιν Χένιγκ, δήλωσε στην Telegraph ότι «μικρά αντικείμενα είτε δεν καταγράφονται ή καταγράφονται ομαδοποιημένα».

Ο στόχος του Βρετανικού Μουσείου, όπως ξεκαθάρισε και ο πρόεδρός του, είναι τριπλός. «Πρώτον, να επανακτηθούν τα κλεμμένα αντικείμενα, δεύτερον να ανακαλύψουν τι θα είναι εκείνο που θα σταματήσει το φαινόμενο και τρίτον, να κάνουν το ανθρωπίνως δυνατό, ώστε να επενδύσουν στην ασφάλεια και στην καταγραφή των αντικειμένων των συλλογών, ώστε να εξασφαλίσουν ότι δεν θα συμβεί κάτι παρόμοιο στο μέλλον».

Δεν είναι η πρώτη φορά που τίθενται ζητήματα για την ασφάλεια και την προστασία των εκθεμάτων του Βρετανικού Μουσείου. Υπενθυμίζεται, ότι το καλοκαίρι του 2021, είχαν δημοσιευθεί εικόνες εγκατάλειψης του μουσείου. Συγκεκριμένα, στην έκθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα το ταβάνι έσταζε νερά, λόγω έντονης βροχόπτωσης. Το Βρετανικό Μουσείο τότε, είχε δικαιολογηθεί υποστηρίζοντας ότι “κανένα από τα γλυπτά δεν έχει υποστεί ζημιά”.