Πιστεύει κανείς εν έτει 2022 ότι ένα πέναλτι -ακόμα και αν δόθηκε μετά την κανονική λήξη του αγώνα, ή ακόμα και αν δεν ήταν πέναλτι- μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση; Και όμως, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής συζήτησης στον τόπο, βρήκε ξανά πρόσφορο έδαφος, πρώτα πρώτα από τους ίδιους τους πολιτικούς. Και όχι τυχαία…
Στην κορυφή, ο Πρωθυπουργός που έσπευσε με τη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 να στείλει σαφή μηνύματα στον πρόεδρο του Ολυμπιακού και ιδιοκτήτη σειράς ΜΜΕ. Από κοντά και οι κάθε λογής ‘αντιμητσοτακικοί’, φίλα προσκείμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ που έσπευσαν με τη δήλωση Βρέντζου κιόλας το βράδυ της Κυριακής να προεξοφλήσουν στα social media ότι «όσα δεν κατάφεραν οι υποκλοπές, θα τα καταφέρει ένα πέναλτι», υπονοώντας την πτώση της κυβέρνησης και την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Τώρα, και ο Νίκος Ανδρουλάκης, που δήλωσε σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ ότι «ένα πέναλτι ήταν αρκετό ώστε να βγει δημοσίως ο πρωθυπουργός και να παραδεχθεί πρώτη φορά ότι υπάρχει κέντρο παρακολουθήσεων Predator στην Ελλάδα. Ένα οφσάιντ αν έχουμε την άλλη Κυριακή, είναι ικανός να μας πει και ποιοι έχουν και διαχειρίζονται το παράκεντρο του Predator»…
Στην πραγματικότητα, για την Χαριλάου Τρικούπη, το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ το …πέναλτι. Το πρόβλημα ήταν οι κυβερνητικοί χειρισμοί, που κατά την άποψη των στελεχών του κόμματος, κάθε άλλο παρά οδηγούσαν στην κατά τα άλλα κυβερνητική επιταγή για ‘όλα στο φως’. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες τις προηγούμενες μέρες, το Μέγαρο Μαξίμου βρισκόταν στο στόχαστρο της Χαριλάου Τρικούπη, κατηγορούμενο για επιχείρηση συσκότισης και συγκάλυψης, καθώς και για καταχρηστική εφαρμογή του ‘απορρήτου’ και μάλιστα αλά καρτ, αφού στην πραγματικότητα εφαρμόστηκε μόνο στην περίπτωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Ακόμα και χθες, με συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ ο κ. Ανδρουλάκης κάλεσε όποιον θεωρεί ότι έχει πέσει θύμα παράνομης παρακολούθησης, «να περπατήσει τον δρόμο των θεσμών, της διαφάνειας και της Δικαιοσύνης και όχι να υπάρχουν πίσω από το α λα καρτ απόρρητο του κ. Μητσοτάκη, πράγματα που ούτε μπορούν να επιβεβαιωθούν ούτε μπορούν να διαψευστούν». Ο ίδιος πάντως κάλεσε και τη Δικαιοσύνη να κάνει το αυτονόητο, όπως είπε, αφήνοντας να εννοηθεί πως αυτό δεν έχει γίνει ακόμα.
«Κάλεσε η Δικαιοσύνη τους κ.κ. Μπίτζιο, Λαβράνο και Δημητριάδη; Διότι με εντολή του κ. Μητσοτάκη, η πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας στην Εξεταστική Επιτροπή δεν επέτρεψε να κληθούν», είπε μεταξύ άλλων.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Ανδρουλάκης καταλόγισε ευθύνη στον πρωθυπουργό, από τη στιγμή που είχε πάρει την ευθύνη της ΕΥΠ στο Μέγαρο Μαξίμου, είχε αλλάξει τη νομοθεσία για να βάλει επικεφαλής της ΕΥΠ ένα πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του και δεν δίστασε να καρατομήσει τον στενότερο συνεργάτη του, τον κ. Δημητριάδη, όταν ‘έσκασε’ η υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Από την άλλη, στο στόχαστρο του προέδρου του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής βρέθηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού όπως είπε «η παρακολούθησή μου βαραίνει τη διακυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη γιατί οργανώθηκε από το παρακράτος που στήθηκε μέσα στην ΕΥΠ από την εποχή του κ. Μητσοτάκη.
Όμως, το παιχνίδι της εταιρείας (σ.σ. το παιχνίδι των απευθείας αναθέσεων εκατομμυρίων ευρώ στην εταιρεία που διαχειρίζεται το Predator) ξεκίνησε επί ΣΥΡΙΖΑ και κλιμακώθηκε επί Νέας Δημοκρατίας».
Ερωτηθείς τέλος για τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, ο κ. Ανδρουλάκης υποστήριξε ότι θεωρεί πως όλα αυτά τα δημοσιεύματα ίσως είναι και μηνύματα του παρασκηνίου σε σχέση με αυτούς που εμπλέκονται στην υπόθεση, κάτι που θα ήταν και το πιο νοσηρό.
«Όταν αφήνεις τρεις μήνες ανέγγιχτους τους εμπλεκόμενους πρωταγωνιστές της KRIKEL και της INTELLEXA, να τα αποτελέσματα», είπε, τονίζοντας ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η Ελληνική Δημοκρατία να είναι μια ισχυρή ευρωπαϊκή Δημοκρατία που δεν θα μπορεί κανείς στο παρασκήνιο να εκβιάζει πολιτικούς, δικαστές και επιχειρηματίες.
«Όλα στο φως. Όποιος φοβάται, να κάνει πίσω. Εγώ προσωπικά δεν φοβάμαι, για αυτό και πήγα στη Δικαιοσύνη και για αυτό θα πάω μέχρι τέλους αυτή την υπόθεση», είπε. Και κάπως έτσι έδωσε το στίγμα του τι θα ακολουθήσει από την πλευρά του κόμματός του στην υπόθεση των υποκλοπών…