Ο –προσεκτικός αλλά σαφής- τρόπος με τον οποίο το Μέγαρο Μαξίμου έχει... βγάλει στον «ντάκο» τον Κώστα Αχ. Καραμανλή για την εθνική τραγωδία των Τεμπών καθιστά σαφές για την Κουμουνδούρου ότι η στόχευσή τους πρέπει να αφορά στον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προκειμένου η σκληρή κριτική του ΣΥΡΙΖΑ να μην μετεξελιχθεί σε «άσφαιρα πυρά».
Κι αυτό μπορεί να γίνει με έναν μόνο τρόπο: όσο δύσκολο κι αν ακούγεται να εξοβελιστεί από τα ψηφοδέλτια της ΝΔ ένας «Καραμανλής», το βαρύ πολιτικό φορτίο των ευθυνών που σηκώνει εξ αντικειμένου ο τέως υπουργός Μεταφορών και η πολιτική πίεση να «διευκολύνει» την παράταξή του, καθιστά ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.
Όμως, αν ο Κώστας Αχ. Καραμανλής, που πιέστηκε αφόρητα από το Μαξίμου –και, μάλιστα, με δημόσιες προτροπές...- ώστε να αναλάβει την πρωτοβουλία να ζητήσει να τοποθετηθεί στη Βουλή για το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, αποφασίσει τελικώς να κάνει στην άκρη, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακτήσει το πλεονέκτημα. Αυτό, κατά την ανάγνωση πολλών στην Κουμουνδούρου, θα γινόταν αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχιζε να στοχεύει στον ίδιο τον τέως υπουργό, στηλιτεύοντάς τον για τη «αφωνία» του.
Αλλαγή στόχου
Όμως, όσο η κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης επικεντρώνεται στον κ. Καραμανλή, τόσο διατρέχει τον κίνδυνο, αν τελικώς ο κ. Καραμανλής πειστεί (ή πειθαναγκαστεί...) να κάνει ένα βήμα πίσω σ’ αυτές τις εκλογές, να μείνει χωρίς... στόχο. Όσο, λοιπόν, στην Κουμουνδούρου βλέπουν ότι το Μαξίμου περνά στην ύστατη γραμμή άμυνας, δηλαδή στην προστασία του ίδιου του πρωθυπουργού από το δραματικό κάδρο της υπόθεσης- τόσο εκείνοι αφήνουν κατά μέρος τον Καραμανλή και στοχοποιούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο Αλέξης Τσίπρας και εν γένει ο ΣΥΡΙΖΑ επιτέθηκε ευθέως και προσωπικώς στον πρόεδρο της κυβέρνησης με αφορμή τους ισχυρισμούς του Γιάννη Οικονόμου ότι «δεν είχε μεταφερθεί στον πρωθυπουργό το χάος στα τρένα».
Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά, όπως υπενθυμίζουν παράγοντες της Κουμουνδούρου, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει... νίψει τας χείρας του και έχει δηλώσει ανυποψίαστος ή και ανήξερος: δεν είχε πάρει χαμπάρι την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, δεν ήξερε τον Λιγνάδη παρά μόνο ως ηθοποιό, δεν είχε ιδέα για τις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις και τα δημοσιεύματα που περιέγραφαν τις «business» των βουλευτών Πάτση και Χειμάρα και, φυσικά, δεν είχε ιδέα για τους εκτός ΜΕΘ διασωληνωμένους και για τους αυξημένους κινδύνους που διατρέχουν.
Συν τοις άλλοις, όσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προσπαθεί να γυρίσει την ατζέντα σε σχέση με την σιδηροδρομική τραγωδία ώστε να την μετατρέψει σε προεκλογικό αφήγημα ότι «θα δώσει τη μάχη κατά του αναχρονιστικού Δημοσίου», τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα τού θυμίζει ότι έπειτα από 2,5 χρόνια ως αρμόδιος υπουργός επί του Δημοσίου, από το 2013 ως το 2015 και άλλα 4 ως πρωθυπουργός, είναι μάλλον ο τελευταίος που μπορεί να επαγγέλλεται μεταρρυθμίσεις και μάχη με την «κακιά τη χώρα».