Εδώ και αρκετά χρόνια στα πολιτικά εκλογικά διλήμματα επιλέγονται τα πρόσωπα που θα κληθούν να λάβουν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο επιχειρούν στην τελική φάση διαμόρφωσης της εκλογικής εκστρατείας να βάλουν σε πρώτο πλάνο τον Κυριάκο Μητσοτάκη που διατηρεί υψηλά ποσοστά δημοφιλίας, ενώ στη σύγκριση με τον βασικό αντίπαλο του Αλέξη Τσίπρα κυριαρχεί στους περισσότερους τομείς.
Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης που συνήθως λαμβάνει την απόφαση για το ποιον εμπιστευθεί ως Πρωθυπουργό την τελευταία στιγμή, δίνει έμφαση όχι στις ιδεολογικές διαφορές που πλέον έχουν μικρότερη σημασία, αλλά στην ικανότητα διακυβέρνησης και στην προοπτική που δίνει ο εκάστοτε υποψήφιος πρωθυπουργός για μια πιο ασφαλή και βιώσιμη επόμενη μέρα.
Έχει γίνει αντιληπτό ότι στην κυβερνητική παράταξη στοχεύουν στο να προσελκύσουν τη δεξαμενή των αναποφάσιστων, προβάλλοντας τα πεπραγμένα του σήμερα, αλλά και τις δυνατότητες που παρέχει η συγκεκριμένη πολιτική για το αύριο.
Το «Μητσοτάκης» ή «Τσίπρας» ως βασικό ερώτημα για τους επιτελείς της Νέας Δημοκρατίας σχετίζεται και με μια στοχευμένη απόπειρα διέγερσης αντανακλαστικών για ένα κομμάτι της κοινής γνώμης που κινείται στα όρια του μεσαίου χώρου, με συγκεκριμένα μετριοπαθή χαρακτηριστικά, το οποίο, παρά τις επιμέρους αντιδράσεις για την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, απορρίπτει διαρρήδην το ενδεχόμενο επιστροφής του Σύριζα στην εξουσία.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η γαλάζια παράταξη ξεκινά έναν μαραθώνιο μέχρι τις εθνικές εκλογές, προκειμένου να διατηρήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της εκλογικής της δύναμης του Ιουλίου του 2019, αλλά και να απευθυνθεί ταυτόχρονα σε νέα ακροατήρια.
Πρόκειται για μια δύσκολη εξίσωση, η επίλυση της οποίας θα κριθεί και στις δύο αναγκαίες εκλογικές αναμετρήσεις. Η μία συνδέεται με την άλλη, γι’ αυτό και η ανάγκη καταγραφής υψηλού ποσοστού στις εκλογές με την απλή αναλογική είναι επιτακτική.