Η πολιτική διαχείριση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, κατά τη διάρκεια της κρίσης, ήταν ατυχής. Από τη μία, υιοθετήθηκε μια ρητορική που δημιούργησε στους δανειολήπτες την αίσθηση της πλήρους απαλλαγής των χρεών τους και από την άλλη, υπήρξε μια σειρά νομοθετημάτων που περιέπλεξαν και μετατόπισαν χρονικά την ουσιαστική επίλυση του προβλήματος, αναφέρει σε ενημερωτικό της σημείωμα η Νέα Δημοκρατία.
Τουλάχιστον εννέα νόμοι[1], ψηφίστηκαν μέσα σε λίγα χρόνια, αποδεικνύοντας ότι υπήρξε πολυνομία, πολυπλοκότητα και, σε αρκετές περιπτώσεις, επικάλυψη, χωρίς ωστόσο να δίνεται λύση στο πρόβλημα του αυξανόμενου ιδιωτικού χρέους.
Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών επίλογων δεν έδωσαν λύση, αλλά πολλαπλασίασαν το κόστος για όλους μας. Αφενός τα χρέη των δανειοληπτών διογκώθηκαν με τόκους πολλών ετών, ενώ προστασία δόθηκε και σε στρατηγικούς κακοπληρωτές, αφετέρου το τραπεζικό σύστημα αντιμετώπισε αυξημένες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης κατά τη διάρκεια της κρίσης —με το κόστος—πάνω από 50 δισ. ευρώ--των ανακεφαλαιοποιήσεων να βαρύνει όλους τους φορολογούμενους.
Ειδικότερα, η μη αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εκτόξευσε το πρόβλημα σε ιστορικά υψηλά
Η απουσία οποιασδήποτε συστημικής λύσης από τον ΣΥΡΙΖΑ – την οποία θεωρητικά ήθελε αλλά ουδέποτε υλοποίησε αν και είχε δεσμευθεί σχετικά, όπως επιβεβαιώνει και η 3η Έκθεση Αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Ιούνιο του 2019 εκτόξευσε τα κόκκινα δάνεια και επέφερε την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Κατά το διάστημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τα «κόκκινα» δάνεια, έφτασαν σε ιστορικά υψηλό επίπεδο τον Μάρτιο 2016 (107δις, 48.9%) και παρέμειναν σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο μέχρι και τον Ιούνιο του 2019 (43.6%) -κι ενώ όλες οι ευρωπαϊκές χώρες εμφάνιζαν εντυπωσιακά αποτελέσματα στη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Η 3η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που έλαβε χώρα επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αύξησε το δημόσιο χρέος κατά 5,4 δισ. ευρώ -κάτι που δεν υπήρχε ως ενδεχόμενο λίγους μήνες πριν- και εκμηδένισε την αξία του χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ, δηλαδή των μετοχών που κατείχαν ουσιαστικά οι Έλληνες φορολογούμενοι μέσω του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, η αξία της συμμετοχής του ΤΧΣ διαμορφώθηκε στα 2,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2015, από 11,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014 παρά και την εισροή κεφαλαίων κατά 5,4 δισ. ευρώ λόγω της ανακεφαλαιοποίησης. Ως εκ τούτου, η συνολική αξία του τραπεζικού χαρτοφυλακίου που διατηρούσε το ελληνικό δημόσιο συρρικνώθηκε κατά 15 δισ. ευρώ περίπου.
Το αποτέλεσμα της «αριστερής» ανακεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών ήταν εξαιρετικά δυσμενές για τη χώρα, τους φορολογούμενους, τους μετόχους, μικρούς και μεγάλους, και τους εργαζόμενους.
1. Η αντιμετώπιση του προβλήματος από την κυβέρνηση της Ν.Δ.
Στόχος 1: Επαναφορά του τραπεζικού συστήματος στην κανονικότητα
Με την υλοποίηση του προγράμματος «Ηρακλής», αντιμετωπίσαμε αποτελεσματικά το πρόβλημα των «κόκκινων δανείων» που παραλάβαμε από την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσω και του προγράμματος «Ηρακλής», τα «κόκκινα» δάνεια στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών από 44% τον Ιούνιο του 2019, συρρικνώθηκαν σε κάτω από 10% τον Ιούνιο του 2022. Αυτό σημαίνει ότι ήδη και οι τέσσερεις συστημικές τράπεζες, έχουν επιτύχει μονοψήφια ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, εξυγιαίνοντας με αυτό τον τρόπο τα χαρτοφυλάκιά τους.
Αυτή η επιτυχημένη μεταρρύθμιση ενδυνάμωσε το τραπεζικό σύστημα και αποτελεί θεμέλιο λίθο της ισχυρής ανάπτυξης και της παρουσίας της χώρας στις αγορές με 11 αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής της ικανότητας.
Στόχος 2: Αντιμετώπιση κόκκινων δανείων: Νέο Θεσμικό πλαίσιο Αφερεγγυότητας Ν.4738/2020
Το θεσμικό πλαίσιο αφερεγγυότητας που θεσμοθέτησε η Κυβέρνηση είναι ένα σημαντικό επίτευγμα για την Ελλάδα, το οποίο χαίρει αναγνώρισης από την Παγκόσμια Τράπεζα, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες για τον τρόπο που η Ελλάδα κατάφερε να μεταφέρει την Ευρωπαϊκή Οδηγία 1023/2019, αποτελεσματικά και καινοτόμα.
Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο παρέχει έναν αριθμό χρήσιμων εργαλείων για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης και του ιδιωτικού χρέους και δίνει μια σταθερή βάση. Η άμεση και αποτελεσματική εφαρμογή του είναι το κύριο μέλημα, με έμφαση στον εξωδικαστικό μηχανισμό που αποτελεί και τον βασικό πυλώνα. Επιπλέον παρέχει μια σειρά από δικλείδες προστασίας για τους ευάλωτους συμπολίτες μας, προκειμένου να μην χάσουν την πρώτη τους κατοικία, ενώ παράλληλα διασφαλίζει το να μην προστατεύονται οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Ο νέος εξωδικαστικός μηχανισμός έχει ήδη φέρει καλύτερα αποτελέσματα συγκριτικά με προηγούμενες προσπάθειες. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία (Νοέμβριος 2022), μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού έχουν ήδη ρυθμιστεί €406 εκ. (αρχικών οφειλών €670 εκ.), που απαριθμούνται σε 2227 ρυθμίσεις. Ως προς τα χαρακτηριστικά αυτών των ρυθμίσεων, η μέση διάρκεια αποπληρωμής για οφειλές προς δημόσιο είναι τα 18 έτη και προς χρηματοδοτικούς φορείς τα 15 έτη, ενώ το μέσο ποσοστό διαγραφής διαμορφώνεται σε 20,2% και 30,7% για οφειλές προς δημόσιο και χρηματοδοτικούς φορείς αντίστοιχα.
Ειδικά για τη Στήριξη των ευάλωτων δανειοληπτών η Κυβέρνηση ανέλαβε σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες και θεσμοθέτησε προγράμματα για την προστασία της ιδιαίτερα ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας των ευάλωτων οφειλετών. Συγκεκριμένα:
-Σύσταση και έναρξη λειτουργίας του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης ακινήτων
Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον νόμο 4738/2020 για τη σύσταση και τη λειτουργία του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, η Κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει στην έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας.
Ο ως άνω Φορέας αποτελεί ζωτικό κομμάτι της λειτουργίας του πτωχευτικού νόμου, αποτελώντας το «καταφύγιο» για τους αδύναμους οφειλέτες που οδηγούνται σε πτώχευση, διατηρώντας, ωστόσο, την κατοικία τους. Σύμφωνα με τα κριτήρια του νέου πτωχευτικού νόμου, ο Φορέας θα αποκτά την πρώτη κατοικία του ευάλωτου οφειλέτη, μετά από αντίστοιχο αίτημα μεταβίβασης από αυτόν, εφόσον είτε έχει κηρυχθεί σε πτώχευση είτε επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά της πρώτης κατοικίας του, προκειμένου να την επαναμισθώσει σε αυτόν, έτσι ώστε να αποφεύγεται η έξωσή του. Η περίοδος της επαναμίσθωσης θα φτάνει τα 12 χρόνια και στη λήξη της ή και νωρίτερα ο οφειλέτης θα μπορεί να επαναγοράσει το ακίνητο.
Εξάλλου, το Ελληνικό Κράτος θα παρέχει, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου, μηνιαίο επίδομα στέγασης, ύψους έως 210 ευρώ, για την υποστήριξη των ευάλωτων στην πληρωμή του μισθώματος προς τον Φορέα.
Για το χρονικό διάστημα μέχρι την πλήρη λειτουργία του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης του ν. 4738/2020, ήδη λειτουργεί το ενδιάμεσο πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Πρόγραμμα αυτό, το Δημόσιο συνεισφέρει στις δόσεις που είναι αναγκαίες για την αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που έχει εκκινήσει κατά της κύριας κατοικίας του οφειλέτη ή της διαδικασίας εκποίησης της κατοικίας αυτής στο πλαίσιο της πτώχευσης, και έχει τα κάτωθι βασικά χαρακτηριστικά:
Κρατική επιδότηση της δόσης του στεγαστικού δανείου των ευάλωτων οφειλετών.
Κρατική επιδότηση από 70 έως 210 ευρώ μηνιαίως.
Κρατική επιδότηση μηνιαίας δόσης δανείων για 15 μήνες.
Αναστολή μέτρων των πιστωτών (π.χ. κατασχέσεις, πλειστηριασμοί και εξώσεις).
Προϋπόθεση για την ένταξη στο πρόγραμμα και την παροχή Κρατικής επιδότησης είναι η πλήρωση των κριτηρίων επιλεξιμότητας - εισοδηματικά, περιουσιακά και λοιπά κριτήρια - που θεσπίστηκαν και ισχύουν στο προνοιακό πρόγραμμα «Επίδομα Στέγασης» (ΚΥΑ 71670, ΦΕΚ 4500/Β/29-09-2021) και με τα ίδια κριτήρια [2].
2. Στήριξη δανειοληπτών κατά τη διάρκεια της πανδημίας μέσω των Προγραμμάτων «Γέφυρα 1» και «Γέφυρα 2», τα οποία και πραγματοποίησαν ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία.
Συγκεκριμένα:
Α. Πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ 1»:
Την 1/8/2020 θεσμοθετήθηκε το Πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ» (Ν. 4714/2020), το οποίο αφορούσε στην επιδότηση δανείων με προσημείωση / υποθήκη στην 1η κατοικία όσων επλήγησαν από τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού.
Οι πολίτες που υπέβαλαν εμπρόθεσμα αίτηση και πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Νόμου, έλαβαν Κρατική επιδότηση για συνολικά 12 μήνες.
Στο εν λόγω πρόγραμμα, επιβραβεύθηκαν ιδιαιτέρως οι συνεπείς δανειολήπτες, με υψηλά ποσοστά επιδότησης, που έφθαναν μέχρι και το 90% της μηνιαίας δόσης. Από την αρχή του προγράμματος μέχρι και σήμερα έχουν δοθεί 253,5 εκατ. ευρώ σε 82.000 νοικοκυριά δικαιούχους.
Β. Πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ 2» για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις:
Το πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ 2» (Ν. 4790/2021) απευθυνόταν τόσο σε επιχειρήσεις που είχαν εξυπηρετούμενες οφειλές, όσο και σε επιχειρήσεις που δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις και επλήγησαν από την πανδημία. Σύμφωνα με αυτό, προβλεπόταν επιδότηση της μηνιαίας δόσης επιχειρηματικών δανείων για 8 μήνες. Και στο πρόγραμμα αυτό, υπήρξε επιβράβευση των συνεπών δανειοληπτών, με υψηλά ποσοστά επιδότησης, που έφθαναν επίσης μέχρι και το 90% της μηνιαίας δόσης. Από την αρχή του προγράμματος μέχρι και σήμερα έχουν δοθεί 346 εκατ. ευρώ σε 13.200 δικαιούχους. Η συνολική στήριξη φτάνει τα 595 εκατ. ευρώ σε 95.200 δανειολήπτες από την αρχή των προγραμμάτων μέχρι σήμερα.
[1] - Νόμος 3869/2010, ο οποίος αφορούσε στη ρύθμιση οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.
- Νόμος 4152/2013, με τον οποίο θεσπίστηκε η πάγια ρύθμιση οφειλών.
- Νόμος 4224/2013, ο οποίος θέσπισε τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, με τον οποίο φυσικά και νομικά πρόσωπα επιχειρούσαν τη διευθέτηση των οφειλών τους προς τα τραπεζικά ιδρύματα.
- Νόμος 4307/2014, ο οποίος θέσπισε την έκτακτη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης για τις επιχειρήσεις.
- Νόμος 4321/2015, ο οποίος αφορούσε τη ρύθμιση οφειλών φυσικών και νομικών προσώπων προς τη φορολογική διοίκηση και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
- Νόμοι 4354/2015 και 4389/2016, οι οποίοι θεσμοθέτησαν την αγορά εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων και εταιριών απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.
- Νόμος 4469/2017, ο οποίος θέσπισε τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων και των επιτηδευματιών.
- Νόμος 4605/2019, ο οποίος θέσπισε τη ρύθμιση οφειλών, ως διάδοχος νόμος του λεγόμενου «Νόμου Κατσέλη» για τη ρύθμιση οφειλών των φυσικών προσώπων.
- Νόμος 4611/2019, ο οποίος αφορούσε τη ρύθμιση οφειλών φυσικών και νομικών προσώπων σε δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
[2] Το συνολικό εισόδημα δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενο κατά 3.500 ευρώ για κάθε μέλος του νοικοκυριού και έως του ποσού των 21.000 ευρώ ετησίως, ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού. & η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενη κατά 15.000 ευρώ για κάθε πρόσθετο μέλος και έως του ποσού των 180.000 ευρώ.