Ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, στο βιβλίο του «Υπάρχει λύση; Συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, επικεντρώνεται στα θέματα της ελληνικής οικονομίας, ειδικότερα στο φλέγον ζήτημα του χρέους.
Μεταξύ άλλων, διερευνά ερωτήματα όπως: Πώς προέκυψε η κρίση; Είναι δυνατή μία πολιτική αυτονομίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Η υπέρβαση της κρίσης και η επάνοδος στην ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν με τον τρόπο που χειριζόμαστε τα προβλήματα ή πρέπει να ακολουθήσουμε και άλλες κατευθύνσεις; Η Ευρωζώνη, στην οποία ανήκουμε, έχει μέλλον ή θα αποτύχει, όπως δείχνει η μέχρι σήμερα απραξία της απέναντι σε καίρια προβλήματα; Ποιες πρωτοβουλίες μπορούν να εξασφαλίσουν μία ευρωπαϊκή συνεργασία, που δεν θα είναι σε βάρος των χωρών του Νότου; Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι μία αριστερή ή μια εθνικολαϊκιστική κυβέρνηση; Η αναθεώρηση του Συντάγματος και ο νέος εκλογικός νόμος εξασφαλίζουν δημοκρατικότερες λύσεις; Τι, πράγματι, είναι η αναγκαία μεταρρύθμιση και τι είναι μία προοδευτική μεταρρύθμιση; Είναι σκόπιμο και δυνατό η Κεντροαριστερά να αποτελέσει μία εξισορροπητική πολιτική δύναμη ανάμεσα στα δύο άκρα;
Ο Κ. Σημίτης δίνει απαντήσεις που αφορούν την απογραφή του 2004 και τα Greek Statistics, το «έγκλημα του Χρηματιστηρίου», το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων, την υποχώρηση της κυβέρνησής του στο θέμα του ασφαλιστικού το 2001, τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας.
Κατά την άποψή του, η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη σε μόνιμη υστέρηση. Ένας δρόμος διαφορετικός από τον εθνικολαϊκισμό, την εσωστρέφεια και τη στασιμότητα είναι εφικτός. Δυνάμεις υπάρχουν για να επιδιώξει η χώρα τη μεταρρύθμιση για μία πιο δίκαιη κοινωνία. Οφείλουν να συνεργασθούν και να συγκεκριμενοποιήσουν τις επιδιώξεις τους.
Για το ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους, ο πρώην πρωθυπουργός σημειώνει, μεταξύ άλλων, πως οι εταίροι επιμένουν ότι συμφώνησαν με την Ελλάδα να ρυθμίσουν το χρέος το 2018, την ώρα που οι πολίτες ακούν για βραχυπρόσθεσμα, μεσοπρόσθεσμα και μακρόθεσμα μέτρα για το χρέος και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά προς το παρόν είναι προς συζήτηση μόνο τα βραχυπρόθεσμα. Ποια είναι τα υπόλοιπα παραμένει άγνωστο, όπως, επίσης, άγνωστο παραμένει το πότε θα προσδιοριστούν και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις τους, όπως προσθέτει.
«Επικρατεί σύγχυση και αβεβαιότητα. Όχι μόνο ο ίδιος (ο πολίτης) δεν μπορεί να κατανοήσει τους όρους του παιχνιδιού, αλλά και όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με τα θέματα αυτά διερωτώνται τι μπορούν να θεωρήσουν βέβαιο», τονίζει, συμπληρώνοντας ότι τον Μάιο του 2016 το αρμόδιο όργανο της ΟΝΕ, το Eurogroup, ανακοίνωσε ότι «ο σημαντικός βαθμός αβεβαιότητας για τις μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα δεν του επιτρέπει να αποφανθεί για το τι θα συμβεί στο μέλλον». Είναι δυνατή, παρ' όλα αυτά, μία λύση; αναρωτιέται.