Του Γιώργου Καραμπελιά*
Πηγή: liberal.gr
Αυτή την περίοδο εκτυλίσσεται ένας διάλογος στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αφορμή μια συγκέντρωση υπό τον τίτλο «παραιτηθείτε που καλείται την 15η Ιουνίου στο Σύνταγμα.
Η συζήτηση, δυστυχώς, όπως συχνά συμβαίνει στις ελίτ και στις ψευδοελίτ της παράγκας Ελλάδα, δεν διεξάγεται γύρω από το πραγματικό ερώτημα «πρέπει άραγε να παραιτηθούν», αλλά έχει μετατεθεί περισσότερο στο «ποιος καλεί» και με ποιες προθέσεις σε αυτή τη συγκέντρωση.
Όμως, το ζήτημα είναι καθαρό:
Εάν κανείς πιστεύει πως πρέπει όντως να παραιτηθεί το συντομότερο δυνατό αυτή η κυβέρνηση, δραστηριοποιείται προς αυτήν την κατεύθυνση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Και αυτό το κάνει έστω και εάν δεν συμφωνεί με τα συνθήματα και την φρασεολογία του συγκεκριμένου καλέσματος – οπότε αναπτύσσει άλλες δικές του αυτόνομες δράσεις.
Εάν θεωρεί, αντίθετα, πως το αίτημα είναι λανθασμένο κάθε κινητοποίηση με αυτό ως προμετωπίδα θα πρέπει να αποκλείεται.
Ως προς την ουσία του ζητήματος, ο συγγραφέας αυτού του άρθρου, πολύ πριν ανέλθει στην προεδρία της Ν.Δ. ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από τις... 15 Μαΐου του 2015, είχε εκφράσει το ανάλογο αίτημα σε άρθρο με τον τίτλο «καιρός να φεύγουν», άρθρο που συνάντησε τότε πολύ μεγάλες αντιδράσεις σε όλον τον «αντιμνημονιακό χώρο». Και αυτό διότι τα δείγματα γραφής αυτής της κυβέρνησης τυχοδιωκτών και ανικάνων, (τότε συμπεριλάμβανε και τους ιδεοληπτικούς) ήταν ήδη αρκετά. Έγραφα λοιπόν: «Ο ανίκανος νεανίσκος, από καθυστέρηση σε καθυστέρηση, οδηγεί τα πράγματα στα άκρα... Όσο για το κυβερνητικό έργο, αυτό περιορίζεται σε νομοσχέδια για τις φυλακές, για την ιθαγένεια, για το τζαμί, για την κατεδάφιση της εκπαίδευσης, και στις παράτες της ναπολεόντειας Ζωής στο κοινοβούλιο... Μέσα από την αδυναμία να κάνουν οποιαδήποτε επιλογή, τέσσερις μήνες μετά την άνοδο της κυβέρνησής τους, μας οδηγούν στο απόλυτο αδιέξοδο και, πλέον, επειδή δεν μπορούν ούτε να υπογράψουν μία λύση, που θα γίνεται όλο και πιο δρακόντεια σε βάρος της Ελλάδας, ούτε να επιλέξουν κάποια φανταστική ρήξη, που οδηγεί απλώς σε μεγαλύτερη καταστροφή της χώρας, παρατηρούν τις μέρες και τις προθεσμίες να περνούν, φτάνοντας πλέον στο μηδενισμό του κοντέρ. Τι μπορούν και τι πρέπει να κάνουν; Να τα μαζεύουν και να του δίνουν το ταχύτερο δυνατό».
Ήδη λοιπόν από πέρυσι την άνοιξη θεωρούσα την παραμονή αυτής της κυβέρνησης καταστροφική και επικίνδυνη για τη χώρα. Και μάλιστα, πριν από το δημοψήφισμα, τα capitals control, την διάλυση του τραπεζικού συστήματος, και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας που ακολούθησε. Από δε το καλοκαίρι του 2015 χαρακτηρίζω τη συγκεκριμένη κυβέρνηση ως τη χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, που συγκρίνεται μόνο με την κυβέρνηση Ιωαννίδη που κατέστρεψε την Κύπρο. (Βλέπε το βιβλίο μου, «6 μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αύγουστος 2015) Επιμένω λοιπόν σταθερά, συστηματικά, ίσως και βαρετά κάποτε, να επαναλαμβάνω το: Σύριζα Ανελ, delenda esse.
Εάν όντως συμμερίζεται κανείς αυτήν την εκτίμηση, την οποία ο Αλέκος Αλαβάνος την πήγε ακόμα πιο πέρα, χαρακτηρίζοντας την παρούσα κυβέρνηση ως χειρότερη από εκείνη του Παπαδόπουλου και του Μεταξά, τότε δεν υπάρχει κανένα δίλημμα. Αυτή η κυβέρνηση βλάπτει εξόχως τον τόπο και θα πρέπει να απομακρυνθεί.
Όσο για το ερώτημα που κουτοπόνηρα τίθεται από διάφορους κρυπτοσυριζαίους, ή στην καλύτερη περίπτωση αφελείς, «και τι θα γίνει μετά;» αποτελεί ένα ερώτημα εκ του πονηρού. Πρώτονδιότι έτσι, παραπέμπει στα γνωστά διχαστικά σύνδρομα, του τύπου «θέλετε να έρθει ο Μητσοτάκης», που διαιωνίζουν μια εμφυλιοπολεμική αντίληψη – άραγε στο παρελθόν όταν κριτικάραμε τον Σαμαρά, θέλαμε να έρθει ο Σύριζα; Δεύτερον, επειδή το αίτημα «να φύγουν» είναι ήδη πλειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία, όποιος αναλαμβάνει να το εκφράσει, κερδίζει πολιτικά και μπορεί και να το εκμεταλλευτεί.
Όταν λοιπόν, οι αντιπολιτευόμενοι τον Σύριζα τόσο από την «κεντροαριστερά» όσο και κυρίως από την εκτός Σύριζα αριστερά, αρνούνται να θέσουν αυτό το αίτημα ευθαρσώς και χωρίς περιστροφές στον ελληνικό λαό, τότε εκ των πραγμάτων ευνοούν όντως τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Διότι όταν μία κυβέρνηση έχει απολέσει την λαϊκή συναίνεση και οι πολιτικές δυνάμεις αρνούνται να το εκφράσουν τότε, το λαϊκό αίτημα θα κατευθυνθεί σε εκείνον που το αναλαμβάνει.
Το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι, το ΚΚΕ, η ΛΑΕ, ακόμα και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, αρνούνται να θέσουν ως αίτημα την άμεση απομάκρυνση αυτής της εθνοκτόνας και λαοκτόνας κυβέρνησης. Αυτό καταδεικνύει πρώτον τις υπόγειες αλλά ισχυρότατες ιδεολογικές διασυνδέσεις τους με την «κυβερνώσα αριστερά», («αν ρίξουμε την κυβέρνηση θα έρθει ο Μητσοτάκης»), όσο και την πολιτική τους ανικανότητα. Αντί με το αίτημα «παραιτηθείτε και γρήγορα» να δραστηριοποιηθούν τα αριστερά κόμματα που έχουν και μεγαλύτερη δυνατότητα κινητοποίησης και να δημιουργήσουν μια νέα πλατεία «αγανακτισμένων» απέναντι στην κυβέρνηση Σύριζα Ανελ, το εγκαταλείπουν. Και μάλιστα αφήνουν το αίτημα αυτό να το εκφράζουν άνθρωποι που στο κάλεσμά τους χαρακτηρίζουν «εθνολαϊκιστική»(sic!) την κυβέρνηση, αντί να την χαρακτηρίζουν ολετήρα της εθνικής κυριαρχίας.
Ο Σύριζα από την πλευρά του σε μια κουτοπόνηρη τακτική που πατάει ακριβώς σε αυτές τις ελλείψεις της αριστεράς και της κεντροαριστεράς, προσπαθεί να προβάλλει ως αποκλειστικό διακύβευμα το, «Σύριζα ή Ν.Δ.» ταυτίζοντας το αίτημα «Παραιτηθείτε» με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Άδωνη Γεωργιάδη. Ωστόσο μια τέτοια πολιτική έχει κοντά ποδάρια. Διότι όταν στην κοινωνία φουντώνει η αγανάκτηση ενάντια στην κυβέρνηση (χαρακτηριστικό το τι συνέβη στην Ιεράπετρα με τον Πολάκη) τότε όσο και να λειτουργήσουν τα τόσο βαθιά ριζωμένα αντιδεξιά ή αντιμητσοτακικά σύνδρομα, εν τέλει, αναπόφευκτα, ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου που αυτή τη στιγμή εισπράττει κατακέφαλα, φόρους, ΕΝΦΙΑ, μείωση συντάξεων, αύξηση του ΦΠΑ, προσφυγικό κ.λπ. θα στραφεί, θέλοντας και μη προς την Ν.Δ.
Ο Σύριζα απλώς, ελπίζει πως θα παραμείνει έτσι ο δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος, μια και οι εν δυνάμει αντίπαλοί του, τόσο της κεντροαριστεράς, όσο και της αντικυβερνητικής αριστεράς, αποδεικνύονται ανίκανοι να εκφράσουν την λαϊκή αγανάκτηση.
Κατά συνέπεια λοιπόν, όσοι συμφωνούν με την ανάγκη της άμεσης απομάκρυνσης αυτής της κυβέρνησης, πρέπει να κινητοποιηθούν με όλους τους τρόπους, για να γίνει αυτό δυνατόν το συντομότερο, διότι κάθε ημέρα τους στην εξουσία είναι καταστροφική. Ας μη κρύβονται πίσω από επιχειρήματα του τύπου «ποιος το λέει, ποιος τον συμφέρει» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Η απάντηση είναι απλή. Συμφέρει όλους τους Έλληνες, εκτός από μία μικρή κλίκα που βρίσκεται στην εξουσία και κατά συνέπεια θα πρέπει να το διεκδικούν και να το διακηρύσσουν όλοι οι Έλληνες και όλες οι πολιτικές δυνάμεις, έστω και εάν το κάνει καθένας με τον τρόπο του και από τη σκοπιά του.
*Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού «Άρδην» και της εφημερίδας «Ρήξη».
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις