Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης και οι σύμβουλοί του θα πρέπει να καταλάβουν σε ποια ιδεολογική παγίδα τούς οδηγεί ο κ. Αλέξης Τσίπρας και τί επιδιώκει.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ποιοι είναι αυτοί που έφεραν τον Αλέξη Τσίπρα στην εξουσία; είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ιδεοληπτικοί της αριστεράς, φαιοκόκκινοι συνδικαλιστές, καιροσκόποι μικροεπιχειρηματίες, διαπλεκόμενοι εργολάβοι και αναρίθμητα τρωκτικά του καταρρεύσαντος ΠΑΣΟΚ, που πίστεψαν ότι μετά τον Γ.Α. Παπανδρέου ο Τσίπρας θα τούς κρατήσει κοντά στο βάζο με το μέλι.

Έτσι κι αλλιώς, για τον εσμό όλων αυτών των πολιτικάντηδων –που φέρουν και τεράστιες ευθύνες για την χρεοκοπία της χώρας– ο Τσίπρας ήταν σανίδα σωτηρίας για να μην μείνουν άνεργοι και άφραγκοι.

Καθώς είναι δε και ανεπάγγελτοι, θα είχαν πολύ σοβαρό πρόβλημα. Το ίδιο ισχύει και για τους Συριζαίους: η μνημονιακή κρίση ήταν γι’ αυτούς μοναδική ευκαιρία, ακόπως ως συνήθως, να «λιγδώσουν το αντεράκι τους» και να γευτούν τους καρπούς της εξουσίας, την κατάληψη της οποίας είχαν κάνει σκοπό ζωής.

Σήμερα λοιπόν, οι εξουσιολάγνοι της παρέας Σύριζα, παλαιοΠΑΣΟΚ και ηλιθιοδεξιά έχουν πετύχει τον πρώτο στόχο τους, που ήταν αυτός της ανόδου στην εξουσία και της απαλλαγής τους από τα κατακάθια του εθνικού σταλινισμού που λόγω βλακείας και ιδεολογικής τύφλωσης τούς χάλαγαν την σούπα. Ο δεύτερος στόχος τους είναι η δήθεν εφαρμογή του τρίτου μνημονίου που υπέγραψαν, αφού επιβάρυναν την χώρα με 100 δισεκατομμύρια και πλέον ευρώ –χωρίς, όμως, να θιγούν οι πελατειακοί θεσμοί, η δημόσια διαφθορά και η θεσμοθέτηση της παρανομίας.

Όλα τα παραπάνω είναι σε μεγάλο βαθμό έργα του ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ και των συμμάχων του στην αριστερά, κάθε φορά που επρόκειτο να περάσουν νόμοι που ευνοούσαν την αρπαγή και την παρανομία.

Όσους ενδιαφέρονται για στοιχεία, μπορούμε να τούς παραπέμψουμε σε σειρά άρθρων του Οικονομικού Ταχυδρόμου της δεκαετίας τού 1980, που πιστοποιούν ποιοι, πώς και γιατί θεμελίωσαν το συντεχνιακό κομματικό κράτος, ανοίγοντας τις πόρτες λεηλασίας δημόσιου κυρίως πλούτου (δανεικών, δηλαδή) από ορδές ημετέρων.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έσπασε τα μούτρα του στην προσπάθειά του να αλλάξει λιγάκι το κράτος αυτό, ο Κώστας Σημίτης χλευάστηκε για τον ίδιο λόγο.

Ο Κώστας Καραμανλής το συντήρησε εφαρμόζοντας την περίφημη πολιτική του «μεσαίου χώρου».

Με άλλα λόγια, το 2004 στόχος της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν να πρωτοπορήσει στην οικοδόμηση μιας «άλλης Ελλάδας», αλλά να γίνει και η ίδια ένα μεσαίο ΠΑΣΟΚ. Και από την άποψη αυτή πέτυχε τον στόχο της.

Παρέμεινε πέντε χρόνια στην εξουσία, την οποία παρέδωσε στον άσχετο Γιώργο Α. Παπανδρέου όταν διαπιστώθηκε ότι, με αφορμή την χρηματοοικονομική κρίση του 2008, λεφτά όχι μόνον δεν υπήρχαν αλλά η Ελλάδα ήταν υπερχρεωμένη μέχρι τα μπούνια.

Το δε ΠΑΣΟΚ διαλύθηκε στην συνέχεια όταν οι ορδές του πελατειακού συστήματος διαπίστωσαν ότι η σπηλιά του Αλή Μπαμπά ήταν άδεια. Πολλοί από αυτούς μετακινήθηκαν λοιπόν προς τον Σύριζα, με την ελπίδα ότι ο Τσίπρας θα προσφέρει νέα πάρτυ με έναν νόμο. Κάποιοι άλλοι, για να τιμωρήσουν δήθεν τον Αντώνη Σαμαρά, πήγαν προς τα αλαλάζοντα κύμβαλα της Χρυσής Αυγής, προσφέροντας εισόδημα και άλλα παρόμοια στους Μιχαλολιάκους, Κασιδιάρηδες, Καρακώστες και άλλους, που παρά την κρίση βολεύτηκαν μια χαρά.

Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η ελληνική κοινωνία είχε κουραστεί με τον δικομματισμό και η κρίση τής έδωσε την ευκαιρία να εκτονωθεί. Κουραφέξαλα. Η ελληνική κοινωνία, η οποία στην διάρκεια της μεταπολίτευσης γαλουχήθηκε με πνευματικά σκουπίδια, είχε καταποντιστεί πολιτιστικά, ηθικά και μορφωτικά πριν χρεοκοπήσει η χώρα.

Με πνευματικά εφόδια την Μενεγάκη, τα ζώδια, τους Λαζόπουλους, τους Βαξεβάνηδες και άλλα δημοσιογραφικά, πολιτικά και πνευματικά απορρίμματα, η ελληνική κοινωνία είχε πλήρως αποβλακωθεί και, ακόμα χειρότερα, είχε μία παιδεία κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή της.

Σε μία χώρα όπου μεγάλος μέρος των πολιτών δεν ενδιαφερόταν για την γνώση και η «εκπαίδευσή» τους ήταν τηλεοπτική, δεν πρέπει να κάνει σε κανέναν εντύπωση το γεγονός ότι λαϊκιστικά κόμματα εκφράζουν σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας.

Όταν γονείς δέχονται να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία-αχούρια και σε πανεπιστήμια-γιάφκες, έχοντας την εντύπωση ότι ο Καζαντζάκης είναι ποδοσφαιριστής, το παιχνίδι έχει τελειώσει («game is over»).

Διότι, όταν αυτοί οι γονείς χρειαστεί να εκφραστούν πολιτικά, είναι απολύτως λογικό να προκρίνουν το σκοτάδι, τους ψευτοτσαμπουκάδες, τις μαγκιές, τα ουρλιαχτά και όλη αυτή την κτηνωδία που εκπροσωπεί ο φαιοκόκκινος ολοκληρωτισμός.

Η Χρυσή Αυγή, για παράδειγμα, δεν είναι προϊόν του μνημονίου όπως λανθασμένα πιστεύεται. Είναι το αποτέλεσμα της πολιτιστικής ισοπέδωσης που επεβλήθη στην χώρα από αδίστακτους και χυδαίους πολιτικούς, δημοσιογράφους, ηθοποιούς και άλλους δήθεν αστούς, οι οποίοι στον βωμό του εύκολου κέρδους και της φιγούρας προώθησαν την ιδιωτεία και την χυδαιότητα.

Και αν κάποιοι από αυτούς κολυμπούν σήμερα στο χρήμα, αυτοί που τούς παρακολουθούσαν μαγεμένοι και ακόμα τούς παρακολουθούν, είναι πια πνευματικά ανάπηροι και δικαίως παίρνουν για τρόπαιο τον Κασιδιάρη, τον Πολάκη, τον Καρανίκα, τον Μπαρμπαρούση και τα βοθρολύματα κάποιων Μέσων μαζικής επικοινωνίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι γελοίο το να λέει κάποιος ότι δήθεν τον «πρόδωσαν οι πολιτικοί. Πριν απ’ όλα ο ίδιος έχει προδώσει τον εαυτό του.

Αυτό ο Τσίπρας και η παρέα του το γνωρίζουν άριστα. Χτίζουν έτσι το μέλλον τους πάνω σε μία ισοπεδωμένη κοινωνία, την οποία συνειδητά και για ξεκάθαρους πολιτικούς λόγους θέλουν να την πάνε ακόμα πιο κάτω. Επιδιώκουν να την εθίσουν στον ολοκληρωτισμό και την βλακεία.

Αν η αντιπολίτευση διαθέτει ίχνη ευθύνης και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να δώσει στο επίπεδο αυτό πολύ σκληρή αλλά αβέβαιη μάχη. Αυτήν της αντίστασης στην αποβλάκωση, στην αμορφωσιά και την εξαχρείωση. Μπορεί να το κάνει; Αν όχι, ο βυθός δεν είναι μακρυά.