Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 ήταν πολύ διαφορετικό από το φανταχτερό θέαμα που γνώρισαν οι επόμενες γενιές. Δεν υπήρχε μάρκετινγκ, επικοινωνία, τηλεόραση, μεικτή ζώνη, πολλώ δε social media και «διάδραση» με το κοινό. Τότε μετρούσαν μόνο οι μυρωδιές, η ανυπομονησία για το κυριακάτικο παιχνίδι που διεξαγόταν αυστηρά μεσημέρι, η αγωνία για το εισιτήριο από το μαυραγορίτη έξω από το γήπεδο, η άγνοια για την ενδεκάδα, το μαξιλάρι από φελιζόλ στο λερωμένο τσιμέντο της εξέδρας, το «τούβλο» σάμαλι ή το αγνώστου ταυτότητας σουβλάκι απ’ τον μικροπωλητή απ’ έξω.
Οι πιτσιρικάδες έπιαναν απ’ το χέρι αγνώστους για να μπουν μέσα, το περίφημο «θείο βάλε με». Κι ο «θείος» έδινε αγώνα στον υποτυπώδη έλεγχο προκειμένου να πείσει τον ελεγκτή ότι ο «μικρός είναι όντως 12 παρόλο που είναι ανεπτυγμένος». Τα περισσότερα αγόρια στην εφηβεία ήθελαν να ζήσουν τη μαγεία, να αποκωδικοποιήσουν όλον αυτόν τον παράλογο και γοητευτικό κόσμο. Ένας άλλος κόσμος, εντελώς ξένος με τα σύγχρονα πρότυπα, σχεδόν πρωτόγονος.
Από τότε διατηρούσε τη δική του slang το ποδόσφαιρο. Πολύ πιο λαϊκή, πολύ πιο ατύπικη, με πλήρη άγνοια κινδύνων. Το «κοράκι», ο «λάιντσμαν», το «αβαβά», το «τσαφ» η «ώμα», σχεδόν η κάθε ατάκα/βωμολοχία του μπαρουτοκαπνισμένου εξηντάρη, εκείνου που συνήθως καθόταν ψηλά, είχε το τρανζιστοράκι στο αυτί και ενημέρωνε για την πορεία των αγώνων που ήταν στο ΠΡΟΠΟ.
Ο βεριτάμπλ ποδοσφαιρόφιλος τότε μονάχα μια εφημερίδα εμπιστευόταν σαν Ευαγγέλιο, εκείνη που «τα έγραφε έξω απ’ τα δόντια» και είχε ξεφύγει εντελώς από την αρτηριοσκληρωτική φιλοσοφία της «Ομάδας» του ΔΟΛ, τον δομημένο «καταστατισμό» του Φωτός του Νικολαΐδη ή τις «ισορροπίες» της Ηχούς. Τον «Φίλαθλο» του Καραγιαννίδη.
Γιατί ήταν της «πιάτσας», γεμάτος ατάκες ακριβώς εκείνου του εξηντάρη με το τρανζιστοράκι που «ήξερε» γιατί «είχε ακούσει». Η εξέδρα, το καφενείο, οι φήμες του παρασκηνίου, όλα τα «σότα», σε εφημερίδα. Μεγάλες πένες, μεγάλες πιένες. Μπαζίνας, Πανούτσος, Παρασκευάς, Καραγιαννίδης, Αβραμίδης, πολλοί. Με τον αξέχαστο «Αποδυτηριάκια» στο οπισθόφυλλο, μια στήλη που καθόρισε καριέρες στο ποδόσφαιρο και όπως αποκαλύφθηκε στο ευρύ κοινό αρκετά χρόνια αργότερα ανήκε στον Κώστα Καίσαρη.
Παιδί του «Αποδυτηριάκια» ήταν ο Γεωργίου, ο Καίσαρης ήταν η προξενήτρα και ο φύλακας-άγγελός του στην εφημερίδα και πολλές φορές και στην ίδια τη ζωή. Πετράλωνα, Ρουφ, Ακαδημία Πλάτωνος, Κολωνός, κέντρο. Πιο κέντρο δεν γινόταν. Διπλανό θρανίο, όσο άντεξαν δηλαδή αμφότεροι να κάθονται σ’ αυτό. Με απεριόριστη αγάπη για το τζόγο, με γνωριμίες σε λογής στέκια, αν όχι καταγώγια, των Αθηνών, με πλήρη επίγνωση της σημασίας μιας αυτοσχέδιας μπαρμπουτιέρας στα στενά της Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια, με το «παράνομο» και τους «μπούκηδες» στη ζωή τους πολύ πριν γίνουν νόμιμα.
Ορκισμένος τζογαδόρος, παθολογικός παίκτης. Δεν ήταν δημοσιογράφος, άλλωστε στον «Φίλαθλο» τότε δεν ήταν αυτό το κύριο ζητούμενο. Κάποιος που ήξερε να ρίχνει «κόκκαλα» ήταν πιο χρήσιμος από οποιονδήποτε ρεπόρτερ. Γιατί εκεί, επάνω στην αδρεναλίνη του «όλα ή τίποτα» χτίζονταν σχέσεις, φιλίες ζωής, οικοδομούνταν προσωπικότητες και είχαν επινοηθεί παράλληλες πραγματικότητες.
Πολύ γρήγορα άφησε το ρεπορτάζ του Ολυμπιακού στον Φίλαθλο ο Γεωργίου. Πήρε τη θέση του ο σημερινός πατριάρχης του ρεπορτάζ, ο Κώστας Νικολακόπουλος. Μεγάλο σχολείο ο Φίλαθλος. Ετερογενείς προσωπικότητες, το άγχος του τιράζ, οι φωνές του παραστατικού και αθυρόστομου Καραγιαννίδη, η πονηριά του συντάκτη που «τρίπλαρε» από τον παράγοντα μέχρι την ίδια την είδηση. Δεν ήταν «δημοσιογράφος» ο Γεωργίου, απλώς βρέθηκε σε εκείνη την παρέα κι έγινε μεμιάς μέλος της. Ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για την επικοινωνία με ένα κοινό που σήμερα εικάζεται ότι δεν υπάρχει στο ποδόσφαιρο, στην ελληνική πραγματικότητα.
Δική του γλώσσα, δικοί του κώδικες, επικίνδυνες γνωριμίες. Σήμερα που ανθεί η woke κουλτούρα και έχουμε μάθει τι είναι ο σεξισμός, η ομοφοβία, ο ρατσισμός και το πολιτικά ορθό, Γεωργίου δεν θα στεκόταν. Τότε γοήτευε underground γιατί ήταν κι ένα δείγμα μιας μεταπολιτευτικής Ελλάδας που είχε μάθει να κρύβεται πολύ καλά στο ημίφως. Ο Γεωργίου αυτή την Ελλάδα εμφάνισε προς τα έξω. Έβαλε την πιάτσα στην καθημερινότητα, έγραψε κι αυτός όσα δεν τολμούσε κανείς με ποδοσφαιρικό περίβλημα.
Ατάκα, λαϊκή θυμοσοφία, μειωτικοί χαρακτηρισμοί στο όριο ή και πέρα απ’ αυτό. Κατά περιόδους ζούσε με δανεικά, τα έχανε όλα κι έψαχνε τρόπους να το φέρει στην πρώτη του γυναίκα, τη Μαρία, που τον κλείδωνε έξω απ’ το σπίτι. Η αθέατη πλευρά ενός κόσμου που νομίζουμε ότι ξέρουμε, αλλά δεν έχουμε ιδέα γι’ αυτόν. Σήμερα είναι “viral”, οι πιτσιρικάδες εντυπωσιάζονται από τις ατάκες του «αυγολέμονου», γελάνε με τα σεξιστικά αστεία απλούστατα γιατί αφορούν έναν κόσμο που δεν έζησαν ποτέ και έχουν εξιδανικεύσει στο μυαλό τους.
«Χου ρε». Αγαπημένη του ατάκα-απάντηση στον επόμενο ξυπνητζή που τον καλούσε στο σταθερό τηλέφωνο στα γραφεία του Φιλάθλου και μιλούσε μαζί του. Το έκανε κι αυτό. Σήκωνε τηλέφωνο και μιλούσε με τον κόσμο πολύ πριν επινοηθούν οι εκπομπές «επικοινωνίας» σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Ζούσε από τη διάδραση με το κοινό, δίχως αυτήν δεν θα είχε προκύψει ποτέ «καφενείο των φιλάθλων», η θρυλική εκπομπή του Καναλιού 29 του Κουρή, του επιχειρηματία με τον οποίο συνεργαζόταν ο Καραγιαννίδης για να τυπώνεται ο Φίλαθλος και να κρεμιέται κάθε πρωί στα περίπτερα. Μετά ο Sprint FM, σταθερά μόνο ο Φίλαθλος.
Σελίδα 3, δεύτερο μισό χαμηλά. Σουρεάλ ατάκες κι ερωτήσεις, ακόμα πιο σουρεάλ απαντήσεις. Μια μίξη ποδοσφαιρικού, κοινωνικού και πολιτικού εξομολογητηρίου ενός κόσμου που η συντριπτική πλειοψηφία των αναγνωστών δεν είχε γνωρίσει ποτέ και τον γοήτευε. Μας τον έδειξε αυτόν τον κόσμο παίρνοντας σβάρνα τα καφενεία στην Αθήνα, την ίδια εποχή που ο Μπουγιουκλάκης έπαιρνε σβάρνα τις λαϊκές και ο Γιαννόπουλος ταλαιπωρούσε την Αγάπη. «Ο σφυγμός του κόσμου», «η φωνή του λαού» και οι εκφραστές του.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο, κατ’ εξοχήν παραγοντικό και βασισμένο στις φήμες, ο Γεωργίου το υπηρέτησε με τον τρόπο του. Θαμώνας στον προθάλαμο των γραφείων της Θηβών, γνωστός όλων των προσωπικοτήτων του αθέατου κόσμου του. Ήξερε δέκα, έλεγε τα δυο. Μόνο όσοι τον είχαν σπουδάσει ήξεραν πότε κορόιδευε και πότε κυριολεκτούσε. Με τους δικούς του κανόνες, τη δική του λογική, τις δικές του πληροφορίες. Κι ας ήταν και τα δέκα ψέματα.
Ήθελε να προκαλεί, αν υπήρχε ραδιοτηλεοπτικό στην εποχή του, η εκπομπή του θα είχε βάλει λουκέτο στη δεύτερη-τρίτη βδομάδα που βγήκε στον αέρα. Με έναν μαγικό τρόπο το έλεγχε και δεν άφηνε τα αυτοσχέδια «πέταλα» των καφενείων να ξεφύγουν. Κυκλοφορούσε ένας αδιόρατος σεβασμός στον αέρα. Για το κοινό του ήταν «ο Γιώργος», μια φιγούρα φιλική, πατρική, απ’ εκείνες που τις συγχωρείς γιατί μαθαίνεις να αγαπάς τα ελαττώματά της.
Βασανισμένος από την ασθένεια του γιου του, με μεγάλο έρωτα για τα αυτοκίνητα και την ταχύτητα, με δεκάδες υποκατάστατα για να μασκαρεύει τη θλίψη του. Όταν μπήκε στα σαλόνια της καθωσπρέπει ιδιωτικής τηλεόρασης, έβαλε μεταμεσονύκτια «την παλιά μαγκιά του Πειραιά» στα σπίτια. Τον χάζευαν μέχρι και γυναίκες, «ποιος είναι αυτός ο φαφούτης που μιλάει στην τηλεόραση;». Οι τηλεθεατές συνήθως ίδιας κοψιάς. Τύποι που «ήξεραν» αλλά δεν «μπορούσαν να πουν» στον αέρα τα μεγάλα μυστικά που άκουσαν στο καφενείο, στο γραφείο ή απλώς ονειρεύτηκαν αναλύοντας λάθος μια είδηση ή ένα γεγονός στο μυαλό τους.
Του άρεσε πολύ μια ιστορία για ένα πρωτάθλημα που κέρδισε ο Ολυμπιακός εκμεταλλευόμενος μια ήττα του Παναθηναϊκού στην Πάτρα από την Παναχαϊκή. Όλη η δεισιδαιμονία του ελληνικού ποδοσφαίρου μαζεμένη. Αλλαγή του επόπτη που δεν ήταν μιλημένος, «ορκισμένος» διαιτητής, «αβαβά» πέναλτι που εκτέλεσε δυο φορές μέχρι να «τινάξει το μπακλαβωτό» ο Κατσουράνης. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη όπως τα περιέγραφε, δεν υπήρχε καν Κατσουράνης σε εκείνο το ματς για να εκτελέσει το πέναλτι. Δεν είχε σημασία. Η διήγηση της ιστορίας ήταν τόσο παραστατική, τόσο συναισθηματική που έκανε τον ακροατή να τη λατρέψει.
Ο Γεωργίου είχε γίνει σαν τον παππού που συγκέντρωνε τα εγγόνια γύρω απ’ τη φωτιά και έλεγε ιστορίες. Τα στημένα ματς, ο Θωμάς, ο Κόκκαλης, ο Βαρδινογιάννης, ο Μελισσανίδης, ο Μπατατούδης, ο Μάκης, ο Μπέος, ο Αλέφαντος. Μια ιστορία, ένα βιωματικό περιστατικό απ’ όλους και για όλους. Η ονείρωξη του Έλληνα που «το ξέρει από μέσα» και το επικοινωνεί στην παρέα του. Όταν τον περιέλαβαν οι… “infotainment” εκπομπές ήταν αργά για να αλλάξει. Ήξερε ότι πουλούσε την περσόνα πια, ότι έκανε «νούμερα». Ήξερε ότι δεν ήταν το ποδόσφαιρο το νόημα, αλλά η ατάκα, οι γουλιές από τα απαγορευμένα αποστάγματα που δεν μπορούσαν να γευτούν οι ενζενί παρουσιάστριες και οι τηλεθεατές.
Υπερβολή, σκιές, ακραίες διατυπώσεις. Μερικά σώζονται ακόμα στο youtube, σε βιντεάκια χαμηλής ανάλυσης που προσδίδουν κύρος στο cult και παραδίδουν τη γραφικότητα στο διηνεκές. Αξέχαστοι μονόλογοι μεταμεσονύκτια στον Alpha του Κοντομηνά. Ο Σημίτης κι ο Κλίντον, η Eurovision, το τηλεφώνημα του Ιγνατίου, οι λεκτικές επιθέσεις στον τηλεθεατή που εν γνώσει του καλούσε το 090 για να κομπάσει την επόμενη στο καφενείο ότι μίλησε μαζί του.
Λευκά και μη ψέματα, επικίνδυνες διαπιστώσεις, δηλητήριο στην αξιοπιστία του ποδοσφαίρου, αλλά και διαφορετική οπτική, εκείνη που ο κοινός φίλος του σπορ δεν μπορούσε να διανοηθεί. Ένας κόσμος που δεν υπήρξε ποτέ αγγελικά πλασμένος, αλλά τού τα συγχωρούσαμε όλα επειδή γέμιζε κενά διαφορετικά στον καθένα. Είναι χάρισμα η επικοινωνία με το κοινό, αυτό νομίζω ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα του Γεωργίου. Σιγά σιγά μας έβαλε στο σαλόνι του σπιτιού του, μάθαμε για τη δεύτερη γυναίκα του, την Ευγενία, τον γολγοθά του Τάσου, τον ερχομό της Σταυρούλας που ήρθε να καλύψει όλα τα κενά.
Τις τελευταίες δεκαετίες στο ραδιόφωνο διάβαζες μια μετάνοια στη φωνή του. Έχοντας αφήσει καιρό την πραγματική δημοσιογραφία και ασχολούμενος με το στοίχημα (από τους πιο δυνατούς oddmakers) είχε μαλακώσει. Διαχειριζόταν απλώς την περσόνα του, κουβαλούσε το παρελθόν και το παρόν του σε μια εποχή που δεν τον χωρούσε. Σήμερα η πρόσβαση στο εξεζητημένο είναι ένα σκρολ μακριά. Ανοίγουμε την οποιαδήποτε πλατφόρμα και διαβάζουμε ό,τι πιο ακραίο βάζει ανθρώπινος νους. Γι’ αυτό οι εποχές του Γεωργίου είναι αγνές, γι’ αυτό φαντάζουν αθώες και άκακες.
Απολλωνιστής δήλωνε. Ήταν ο τρόπος να τριπλάρει όλα τα οπαδικά μυαλά που ήθελαν να τον εντάξουν οπουδήποτε. Μια τέτοια φιγούρα όμως μόνο ανένταχτη μπορούσε να είναι. Χρόνια την έχτιζε και εδώ που τα λέμε δεν κόπιασε πολύ. Ειδικά τα πρώτα χρόνια τον εαυτό του εξέθετε στη δημόσια σφαίρα, τον κόσμο του εξωτερίκευε. Μέχρι και το μύθο για τα δόντια αποκατέστησε και μάλλον απογοήτευσε το ποίμνιο που «αγόραζε» την παλιά εξήγηση ότι «δεν τα φτιάχνει για να μην του τα ξανασπάσουν οι χουλιγκάνοι».
Η αταξία Friedreich του Τάσου ήταν η αιτία, μια σπάνια νευροεκφυλιστική πάθηση που πήρε το γιο του μακριά. Με τραγική ειρωνεία τη μετάδοση της νόσου από τους φορείς γονείς. Δεν ξέρω κατά πόσον είναι εφικτό να παλεύει ένας γονιός έχοντας επίγνωση του γεγονότος, δεν το διανοούμαι. Ο Γεωργίου από το ’92 προστάτευε αυτή την πτυχή, την έκρυβε πίσω από τη «σοφή μαλακία», το χοντρό χιούμορ, τη λαϊκίστικη έκρηξη, τις λογής λεκτικές επιθέσεις στο διαφορετικό.
Τότε σόκαρε, σήμερα κουνάμε τον αντίχειρα και πάμε παρακάτω γιατί δεν έχουμε καμία όρεξη αντιπαράθεσης ή δεν εντυπωσιάζει τίποτα ακραίο. Όλα είναι ζήτημα χρονισμού, εποχής, διάσπασης προσοχής. Και πια έχουμε μάθει καλά ότι τα πράγματα δεν έχουν μονάχα μια επιδερμική ανάγνωση, ότι δεν είναι όλα όπως φαίνονται. Κάθε χαρακτήρας αφήνει το αποτύπωμά του σύμφωνα με τα βιώματα, την εποχή, το περιβάλλον του, το κοινό στο οποίο απευθύνεται και τίθεται στην αξιολογική του κρίση.
Ναι, οι γραμμές είναι λεπτές, η εξατομίκευση ελλοχεύων κίνδυνος, η παρανόηση στενωπός όταν γίνεται νόρμα. Η ζωή μας έχει σκαμπανεβάσματα, παθογένειες, απρόβλεπτα, μάχες χαμένες και κερδισμένες, συγκινήσεις και υπερβάσεις. Το ζητούμενο πάντα είναι να μην μείνει επίπεδη και αδιάφορη, σαν ένα άχρωμο και άοσμο 0-0 γεμάτο χαμένες προσδοκίες που δεν θα θυμάται κανείς.
Πηγή: AthensVoice