Άγνωστος προηγμένος προκολομβιανός πολιτισμός ανακαλύφθηκε στην Αμαζονία. Μια κοινότητα με αναπτυγμένη γεωργική δραστηριότητα και εκτροφή ζώων υπήρχε πριν την έλευση των Ευρωπαίων στον Αμαζόνιο.
Η Λεκάνη του Αμαζονίου, γνωστή και με την ονομασία Αμαζονία, είναι η λεκάνη απορροής του μεγαλύτερου σε όγκο νερού ποταμού της Γης, του Αμαζονίου. Καταλαμβάνει το 35,5% (πάνω από το ένα τρίτο) της εκτάσεως της ηπείρου της Νότιας Αμερικής, έχοντας έκταση πάνω από 6.300.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή 48 φορές την έκταση της Ελλάδας. Απλώνεται κυρίως στη Βραζιλία, αλλά και στα κράτη Περού, Βολιβία, Κολομβία, Ισημερινό, Γουιάνα, Βενεζουέλα, Σουρινάμκαθώς και στη γαλλική κτήση της Γαλλικής Γουιάνας.
Το μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης καταλαμβάνεται από το τροπικό δάσος του Αμαζονίου (επίσης αποκαλούμενο κάποιες φορές «Αμαζονία»). Με 5.5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα έκταση, το δάσος αυτό είναι η μεγαλύτερη ζούγκλα στον κόσμο. Η Λεκάνη του Αμαζονίου θεωρούνταν ως μια περιοχή δυσμενής για την παραγωγή τροφίμων και για να υποστηρίξει ιστορικά μεγάλης κλίμακας ανθρώπινες κοινωνίες.
Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «Nature Human Behaviour» ερευνητική ομάδα με επικεφαλής επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο της Βραζιλίας ανατρέπει αυτή την εικόνα παρουσιάζοντας ευρήματα που υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας πόλης σε μια περιοχή της Αμαζονίας στη σημερινή Βολιβία πριν από 1.300 χρόνια δηλαδή περίπου οκτώ αιώνες πριν φτάσει στην αμερικανική ήπειρο ο Χριστόφορος Κολόμβος.
Τα ευρήματα
Η πόλη αυτή αποτελούσε το επίκεντρο ενός άγνωστου μέχρι σήμερα πολιτισμού ο οποίος όπως φαίνεται είχε προχωρημένες γνώσεις γεωργίας καλλιεργούσε κυρίως καλαμπόκι και έκανε εκτροφή ενός είδους πάπιας (της πάπιας Βαβαρίας). Υπήρχαν έμμεσες ενδείξεις καλλιέργειας κάποιων τροφίμων όπως γλυκοπατάτες στην Αμαζονία αλλά καμία άμεση απόδειξη και σίγουρα δεν υπήρχαν ενδείξεις καλλιέργειας από μεγάλες οργανωμένες κοινότητες που μάλιστα όπως φαίνεται έκαναν και εκτροφή ζώων.
Οι ερευνητές με βάση της ανάλυση των ευρημάτων εκτιμούν ότι η πόλη αυτή στηρίχθηκε αρχικά στην καλλιέργεια καλαμποκιού για περίπου αιώνα από το 700 ως το 800 μ.Χ και στη συνέχεια για τρεις αιώνες η εκτροφή της πάπιας έγινε βασικότερη πηγή τροφής πιθανώς και εμπορικής εκμετάλλευσης αυτής της κοινότητας τα ίχνη της οποίας χάνονται στη συνέχεια.
Πιθανολογείται ότι οι κάτοικοι της πόλης ανήκαν στη φυλή Casarabe μέλη της οποίας εντόπισαν να ζουν σε μικρές απομονωμένες ομάδες στην περιοχή αυτή οι ευρωπαίοι ιεραπόστολοι.
«Τα δεδομένα μας παρέχουν πληροφορίες για τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις με τα οικοσυστήματα του Αμαζονίου, συμπεριλαμβανομένων άμεσων αποδεικτικών στοιχείων για την ανθρώπινη διαχείριση των ζώων σε προ-αποικιακά πλαίσια, εμπλουτίζοντας περαιτέρω την κατανόησή μας για την ανθρώπινη ιστορία» αναφέρουν οι ερευνητές.