Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και συχνότερα συζήτηση για την αντίσταση των βακτηρίων στα αντιβιοτικά.
Η κατάχρηση των αντιβιοτικών έχει θεωρηθεί κύρια αιτία για την ανθεκτικότητα των επικίνδυνων μικροοργανισμών. Αλλά μια νέα μελέτη αναδεικνύει και έναν νέο συνεισφέροντα παράγοντα που παίζει καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό.
Συγκεκριμένα, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κουινσλαντ στην Αυστραλία ανακάλυψαν ότι η φλουοξετίνη, ένας εκλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης της σεροτονίνης, και βασικό συστατικών πολλών ευρείας συνταγογράφησης αντικαταθλιπτικών, ευνοεί την αντίσταση στα αντιβιοτικά.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό κατά την προσπάθεια τους να επαληθεύσουν τη θεωρία ότι δεν είναι μόνο τα αντιβιοτικά που κάνουν τα βακτήρια ανθεκτικά. Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι η τρικλοζάνη, ένα συστατικό που εμπεριέχουν οι οδοντόπαστες και τα καθαριστικά χεριών, προκαλεί αντίσταση στα αντιβιοτικά.
Έτσι, οι ειδικοί εξέθεσαν το βακτήριο Escherichia coli (E. coli) σε διαφορετικές συγκεντρώσεις φλουοξετίνης για 30 ημέρες. Στη συνέχεια τα μεταλλαγμένα πια βακτήρια μεταφέρθηκαν σε εργαστηριακά δισκία που περιείχαν αντιβιοτικά.
Οι ερευνητές πρόσεξαν ότι τα E. coli είχαν αναπτύξει σημαντική αντίσταση στα αντιβιοτικά χλωραμφαινικόλη, αμοξικυλλίνη και τετρακυλίνη.
Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη ήταν συγκέντρωση φλουοξετίνης στη οποία είχαν εκτεθεί, τόσο ταχύτερα είχαν μεταλλαχθεί τα βακτήρια.
Επίσης, ένα απομονωμένο μεταλλαγμένο βακτήριο με αντίσταση σε ένα από τα προαναφερόμενα αντιβιοτικά διαπιστώθηκε ότι είχε αναπτύξει πολλαπλή αντίσταση στην φλουοροκινολόνη, την αμινογλυκοσίδη, την τετρακυκλίνη, τις β-λακτάμες και την την χλωραμφαινόλη.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, έως και το 11% της φλουοξετίνης καταφέρνει στο «ταξίδι» της εντός του σώματος να παραμένει απαράλλακτη. «Είναι πολύ επίμονη και τα υψηλά επίπεδά της μπορούν να προκαλέσουν αντίσταση στις φαρμακευτικές αγωγές. Και η παρούσα μελέτη τεκμηριώνει ότι προκαλεί αντίσταση σε πολλά αντιβιοτικά μέσω μιας γενετικής μετάλλαξης», σημειώνεται στα συμπεράσματα της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Environment International.