Μία εξέταση της ροής του καρδιακού αίματος πριν από ένα χειρουργείο μπορεί να προβλέψει αν ο ασθενής θα αντιμετωπίσει επιπλοκές μετά την επέμβαση.

Αυτό προκύπτει από μία διεθνή μελέτη που έγινε από τους ερευνητές του Hamilton Health Sciences (HHS).

Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, σε παγκόσμιο επίπεδο, από τα 200 εκατομμύρια ενήλικες που υποβάλλονται σε σοβαρή χειρουργική επέμβαση όπως, αντικαταστάσεις ισχίου και γόνατος, εκτομή εντέρων και αποκατάσταση του κοιλιακού αορτικού ανευρύσματος, το 18% θα παρουσιάσει σοβαρές καρδιακές και αγγειακές επιπλοκές συμπεριλαμβανομένου του θανάτου εντός 30 ημερών μετά την επέμβαση.

Σύμφωνα με τον Dr. PJ Deveraux, καθηγητής καρδιολογίας στο Hamilton Health Sciences (HHS), στο Πανεπιστήμιο McMaster και στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Υγεία του πληθυσμού του HHS (PHRI), πολλές επεμβάσεις μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στον καρδιακό ιστό, μέσω σχηματισμού θρόμβων αίματος, μεγάλων περιόδων φλεγμονής ή αιμορραγίας.

Η μελέτη VISION συμπεριέλαβε 10.402 ασθενείς ηλικίας 45 ετών και άνω με μη καρδιοχειρουργική επέμβαση από 16 νοσοκομεία σε 9 χώρες και εξέτασε κατά πόσο τα επίπεδα καρδιακού αιματολογικού ελέγχου, NT-proBNP, που μετρήθηκαν πριν από τη χειρουργική επέμβαση, μπορούν να προβλέψουν καρδιακές και αγγειακές επιπλοκές.

Τα υψηλότερα επίπεδα NT-proBNP, τα οποία μπορεί να προκληθούν από διάφορες ανωμαλίες στον καρδιακό μυ, όπως το άγχος, η φλεγμονή ή η υπερβολική έκταση, μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό των ασθενών που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακών επιπλοκών μετά από χειρουργική επέμβαση.

Ο Δρ. Devereaux εξήγησε ότι τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν με σαφήνεια ότι οι γιατροί μπορούν να προβλέψουν ποιος κινδυνεύει περισσότερο από καρδιακές προσβολές και άλλα αρνητικά αγγειακά συμβάματα μετά από χειρουργική επέμβαση.

Τα αποτελέσματα αυτής της απλής ανάλυσης αίματος μπορούν να αναλύσουν τον τύπο της χειρουργικής επέμβασης που θα υποβληθεί ο ασθενής, όπως η λαπαροσκοπική ή ανοικτή χειρουργική επέμβαση, τον τύπο της αναισθησίας που θα χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης και ο οποίος θα απαιτήσει πιο εντατική παρακολούθηση μετά την επέμβαση.

Επίσης, μπορούν να μειώσουν την ανάγκη για προ-χειρουργικές ιατρικές εξετάσεις για ασθενείς που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο για καρδιακές επιπλοκές.