Τις ώρες πριν πεθάνουμε κάποια συγκεκριμένα κύτταρα στον ανθρώπινο εγκέφαλο είναι ακόμα ζωντανά. Κάποια από αυτά αυξάνουν τη δραστηριότητά τους και μεγαλώνουν πολύ, σύμφωνα με νέα έρευνα από το αμερικάνικο πανεπιστήμιο University of Illinois Chicago.

Σε έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Scientific Reports, οι ερευνητές του UIC ανέλυσαν τη γονιδιακή έκφραση σε «φρέσκο» εγκεφαλικό ιστό, που συλλέχθηκε κατά τη διάρκεια επέμβασης στον εγκέφαλο, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μετά την αφαίρεσή του, για να προσομοιώσουν αυτά τα φαινόμενα. Όπως διαπιστώθηκε, η γονιδιακή έκφραση σε κάποια κύτταρα αυξανόταν μετά τον θάνατο.

Αυτά τα «γονίδια- ζόμπι» (αυτά που είχαν αυξημένη έκφραση μετά τον θάνατο- συναντώνταν ειδικότερα σε ένα είδος κυττάρου: Φλεγμονώδη κύτταρα ονόματι νευρογλοιακά κύτταρα. Οι ερευνητές παρατήρησαν πως τα κύτταρα αυτά αναπτύσσονται και βγάζουν μεγάλες προεκτάσεις για πολλές ώρες μετά τον θάνατο.

«Το ότι τα νευρογλοιακά κύτταρα μεγαλώνουν μετά θάνατον δεν προκαλεί πολύ μεγάλη έκπληξη, δεδομένου ότι είναι φλεγμονώδη και δουλειά τους είναι να καθαρίζουν τα πράγματα μετά από εγκεφαλικά τραύματα, όπως η στέρηση οξυγόνου ή το εγκεφαλικού», ανέφερε ο Τζέφρι Λαμπ, καθηγητής και επικεφαλής του τμήματος νευρολογίας και αποκατάστασης στο UIC College of Medicine- και corresponding author στο συγκεκριμένο επιστημονικό άρθρο.

«Το σημαντικό είναι οι επιπτώσεις αυτής της ανακάλυψης: Οι περισσότερες έρευνες που χρησιμοποιούν δείγματα ιστού ανθρώπινου εγκεφάλου μετά θάνατον για την ανακάλυψη θεραπειών για διαταραχές όπως ο αυτισμός, η σχιζοφρένεια και το Αλτσχάιμερ, δεν λαμβάνουν υπόψιν τη μεταθανάτια γονιδιακή έκφραση ή κυτταρική δραστηριότητα», τόνισε ο Τζέφρι Λαμπ.

«Οι περισσότερες έρευνες υποθέτουν ότι τα πάντα στον εγκέφαλο σταματούν όταν η καρδιά σταματά να χτυπά, μα αυτό δεν ισχύει. Τα ευρήματά μας θα χρειαστούν για την ερμηνεία της έρευνας πάνω στους ιστούς του ανθρώπινου εγκεφάλου. Απλά δεν είχαμε ποσοτικοποιήσει αυτές τις αλλαγές ως τώρα», είπε ο Λεμπ.

«Τα ευρήματά μας δεν σημαίνουν πως θα έπρεπε να πετάξουμε τα προγράμματα έρευνας στον ανθρώπινο ιστό απλά σημαίνουν ότι οι ερευνητές πρέπει να λάβουν υπόψιν αυτές τις γενετικές και κυτταρικές αλλαγές, και να μειώσουν το χρονικό διάστημα (λήψης δειγμάτων) μετά θάνατον όσο γίνεται περισσότερο για να μειωθεί η έκταση αυτών των μεταβολών», πρόσθεσε ο καθηγητής.

«Το καλό νέο από την ανακάλυψή μας είναι πως γνωρίζουμε ποια γονίδια και ποιοι τύποι κυττάρων είναι σταθεροί, ποιοι υποβαθμίζονται και ποιοι αυξάνονται με το πέρασμα του χρόνου, έτσι ώστε τα αποτελέσματα από τις μετά θάνατον μελέτες εγκεφάλων να κατανοηθούν καλύτερα».