Καναδική μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα δίγλωσσα άτομα κινδυνεύουν λιγότερο να εκδηλώσουν νόσο Αλτσχάιμερ.

Αυτό αναφέρει δημοσίευμα στο επιστημονικό έντυπο Neuropsychologia.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου Concordia στο Μόντρεαλ επικεντρώθηκαν στις επιδράσεις της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας σε πάσχοντες από νόσο Αλτσχάιμερ και ήπια γνωστική εξασθένηση.

«Οι περισσότερες προηγούμενες μελέτες είχαν γίνει στην εγκεφαλική δομή υγιών νέων ατόμων ή ηλικιωμένων», εξηγεί η καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του καναδικού πανεπιστημίουΝαταλί Φιλιπ.

Ακόμα, συμπληρώνει ότι «η μελέτη μας ενισχύει την υπόθεση ότι όταν το άτομο μιλά δύο γλώσσες 'γυμνάζονται' συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές και μπορεί να αυξηθεί το πάχος του φλοιού και η πυκνότητα της φαιάς ουσίας. Επίσης αποδείξαμε ότι οι δομικές αυτές διαφορές μπορούν να εντοπιστούν στους εγκεφάλους πολύγλωσσων ατόμων με νόσο Αλτσχάιμερ και σε ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένηση».

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν υψηλής ευκρίνειας μαγνητική τομογραφία για να εξετάσουν ολόκληρο τον εγκέφαλο και εξελιγμένες τεχνικές ανάλυσης για να μετρήσουν το πάχος του φλοιού και την πυκνότητα του ιστού σε συγκεκριμένε εγκεφαλικές περιοχές.

Συγκεκριμένα, μελέτησαν τις περιοχές που ελέγχουν τη γλώσσα και τη γνωστικότητα στις εμπρόσθιες περιοχές του εγκεφάλου και σε δομές του μεσαίου κροταφικού λοβού που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μνήμη, και οι οποίες είναι γνωστό ότι ατροφούν στα άτομα με νόσο Αλτσχάιμερ και ήπια γνωστική εξασθένηση.

Το δείγμα αποτελούνταν από 34 μονόγλωσσους ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένηση, 34 πολύγλωσσους με ήπια γνωστική εξασθένηση, 13 μονόγλωσσους με νόσο Αλτσχάιμερ και 13 πολύγλωσσους με νόσο Αλτσχάιμερ.

«Η ανάλυση δείχνει ότι τα πολύγλωσσα άτομα είναι ικανά να αντισταθμίσουν την σχετιζόμενη με τη νόσο Αλτσχάιμερ απώλεια ιστού αναπτύσσοντας εναλλακτικά δίκτυα ή άλλες εγκεφαλικές περιοχές για την επεξεργασία της μνήμης», εξηγεί η ερευνήτρια.

Και καταλήγει λέγοντας ότι, «η έρευνα δείχνει ξεκάθαρα ότι τα άτομα που μιλούν περισσότερες από μια γλώσσες είναι ένας από τους παράγοντες του τρόπου ζωής που συντελούν στην γνωστική αντιστροφή παθολογικών ή αλλαγών που σχετίζονται με τη φυσιολογική διαδικασία της γήρανσης».