Είναι αρκετά οξύμωρο το γεγονός ότι ενώ έχει αυξηθεί η κατανάλωση των light προϊόντων τα ποσοστά της παχυσαρκίας δεν πέφτουν αλλά ανεβαίνουν.

Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της ψευδαίσθησης που έχουν οι καταναλωτές ότι τα Light προϊόντα δεν παχαίνουν. Η εντύπωση αυτή ωθεί σε μία υπερκατανάλωση των συγκεκριμένων προϊόντων, η οποία τελικά έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα.

Τα Light τρόφιμα είναι χρήσιμα μόνο εάν ενταχθούν σε ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο, μέσα στα πλαίσια μίας λογικής κατανάλωσης, και όταν υποκαταστήσουν της αρχική ποσότητα του πλήρες προϊόντος. Στην περίπτωση που υπερκαταναλωθούν σε ποσότητα, τότε τα αποτελέσματα είναι αρκετά διαφορετικά.

Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι τα light τρόφιμα έχουν εξυπηρετήσει πάρα πολύ κατηγορίες ασθενών όπως οι διαβητικοί, οι υπερτασικοί, και τα άτομα με αυξημένα λιπίδια εξαιτίας του γεγονότος ότι η διατροφή τους έγινε ξανά πιο πλούσια και γευστική.

Συμπερασματικά λοιπόν αναφέρουμε ότι τα light τρόφιμα παρασκευάσθηκαν για την διατροφική αντιμετώπιση διαφόρων ασθενειών και της παχυσαρκίας. Η ισορροπημένη κατανάλωσή τους μπορεί να αποβεί χρήσιμη και ευεργετική. Η υπερκατανάλωσή τους από την άλλη μπορεί να οδηγήσει σε μη επιθυμητά αποτελέσματα.

Τι συμβαίνει με τα υποκατάστατα των σακχάρων και του λίπους

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όταν αναγράφονται σε ετικέτες οι λέξεις: ιμβερτοσάκχαρο, μολάσσες ή μελάσσες, μερικώς υδρολυμένο άμυλο, φρουκτόζη, σιρόπι φρουκτόζης, γλυκόζη, σιρόπι γλυκόζης, δεξτρόζη, μαλτόζη και οποιαδήποτε άλλη λέξη με κατάληξη –όζη, πρέπει να γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι το τρόφιμο περιέχει απλά σάκχαρα. Από τα υποκατάστατα της ζάχαρης αποφεύγουμε την φρουκτόζη η οποία ανεβάζει τα τριγλυκερίδια.

Συστήνεται η φρουκτόζη που υπάρχει φυσικά στα τρόφιμα. Εάν δεν υπάρχει πρόβλημα διαβήτη ή στην περίπτωση που είναι ρυθμισμένος προτείνονται φυσικά υποκατάστατα ζάχαρης όπως το μέλι και το πετιμέζι, ενώ σε αρρύθμιστο διαβήτη συστήνεται η στέβια. Πρέπει να αναφερθεί ότι αυτήν την περίοδο η ασπαρτάμη και η σακχαρίνη έχουν απενεχοποιηθεί. Μόνο για τα κυκλαμικά συνεχίζεται να υπάρχουν ενδοιασμοί.

Όσον αφορά τις περιπτώσεις υποκατάστασης του λίπους, οι τέσσερις μεγάλες κατηγορίες αντικαταστατών του περιλαμβάνουν αυτούς που βασίζονται α) στους υδατάνθρακες β) στις πρωτεΐνες γ) στο λίπος δ) σε συνδυασμό λιπών. Από αυτά, έχουν αναφερθεί παρενέργειες κυρίως για την Olestra.

Σε γενικές γραμμές, επειδή οι αντικαταστάτες του λίπους μπορεί να προσδίδουν θερμίδες, οι βιομηχανίες τροφίμων χρησιμοποιώντας αυτά τα προϊόντα πρέπει να βεβαιώνονται ότι το τελικό τρόφιμο όχι μόνο είναι χαμηλό σε λίπος αλλά και σε θερμίδες.

Για παράδειγμα μπορεί να αναφέρεται ότι ένα τυρί έχει μειωθεί κατά 30%, αλλά οι τελικές θερμίδες και το τελικό λίπος εξαρτώνται από τις ποσότητες της αρχικής μορφής του τυριού. Επίσης, είναι καλό σε αυτό το σημείο να αναφερθούν και οι περιπτώσεις των αλλαντικών χαμηλών σε λιπαρά.

Το γεγονός ότι έχει μειωθεί το λίπους, δεν σημαίνει ότι έχει μειωθεί το αλάτι. Οπότε, αλλαντικό χαμηλό σε λιπαρά, δεν σημαίνει ότι μπορεί να καταναλωθεί σε ποσότητες χωρίς αναστολές, αλλά αντιθέτως καταναλώνεται με την ίδια φειδώ όπως και η αρχική του μορφή.

Ένα άλλο σημαντικό θέμα συζήτησης για τα χαμηλού λίπος τρόφιμα είναι κατά πόσο συνεχίζουν να είναι θρεπτικά συγκριτικά με το αρχικό τρόφιμο. Η αλήθεια είναι ότι λόγω της απομάκρυνσης του λίπους μειώνεται η ποσότητα κάποιων θρεπτικών συστατικών όπως η Βιταμίνη D. H βιομηχανία όμως που το έχει παρατηρήσει φροντίζει να αποκαθιστά τις απώλειες. Οπότε τα χαμηλού λίπους τρόφιμα σήμερα δεν υπολείπονται σε θρεπτικά συστατικά συγκριτικά με την αρχική τους μορφή.