Οι προσβολές κατά της Ευρώπης από τον Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον αντιπρόεδρο του Τζέι Ντι Βανς, υπήρξαν επαναλαμβανόμενες, ηχηρές και εύγλωττες. Έγιναν δε με τρόπο τέτοιο ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια παρερμηνειών.
Η Αμερική για ποικίλους λόγους απομακρύνεται από την Ευρώπη, επανεξετάζει τις συμμαχίες της, επαναθεωρεί τις γεωπολιτικές της προτεραιότητες και στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται δεν θέλει αν βάλει πια το χέρι στην τσέπη. Εκτός και αν μια τέτοια κίνηση εξυπηρετεί τα δικά της και μόνο συμφέροντα.
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, λοιπόν, και δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο. Η Ευρώπη βρίσκεται χωρίς την αμερικανική ασπίδα, έχει απέναντί της μία Ρωσία που συστηματικά στο εσωτερικό της συντηρεί μια οικονομία πολέμου, η Κίνα από την πλευρά της διαδίδει μια αυταρχική πολιτικά και στυγνή κοινωνικά παγκοσμιοποίηση, το Ιράν χρηματοδοτεί το δολοφονικό ισλάμ και η Αφρική σχεδιάζει να στείλει στην Ευρώπη την προσεχή πενταετία περί τα δέκα εκατομμύρια μετανάστες. Όχι βέβαια για να εργασθούν, αλλά για να αποσταθεροποιήσουν την πιο δημοκρατική και κοινωνικά αναπτυγμένη ήπειρο του πλανήτη.
Την ίδια στιγμή η Ευρώπη θεωρείται Γη της Επαγγελίας για τους παγκόσμιους εμπόρους κοκαΐνης και άλλων ναρκωτικών, βομβαρδίζεται από τον γελοίο «προοδευτικό» σκοταδισμό της «αφυπνιστικής κουλτούρας» (woke) και παρακολουθεί την αφύπνιση του αντισημιτισμού, που είναι η νέα ιδεολογική πλατφόρμα μιας αποστεωμένης ακρο-Αριστεράς του Χάρβαρντ και άλλων αμερικανικών πανεπιστημίων.
Δεν χωρά πλέον καμμιά αμφιβολία ότι η Ευρώπη, για δεύτερη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται μπροστά στη στιγμή της αλήθειας. και αυτή η τελευταία, πριν απ’ όλα, στη σημερινή συγκυρία, αφορά άμεσα την άμυνα της δημοκρατικής γηραιάς ηπείρου.
Για τουλάχιστον 70 χρόνια, η ιδέα μιας κοινής άμυνας βρίσκεται στο επίκεντρο του ζητήματος του μέλλοντος της Ευρώπης: Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν θα υπάρξει πραγματική ένωση των ευρωπαϊκών εθνών, εάν δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν μια κοινή αμυντική πολιτική.
Μια τέτοια πολιτική θα έθετε σε κίνδυνο τη στρατηγική ανεξαρτησία καθεμιάς από τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα ανάγκαζε τις αμυντικές τους βιομηχανίες να συνεργαστούν. Μέχρι στιγμής, αυτό δεν έχει καταστεί δυνατό. Υπάρχουν δυστυχώς κοντόθωρες δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν βλέπουν ούτε τον κόσμο που ζούμε ούτε αυτόν που έρχεται.
Ωστόσο, μέσω της άμυνας, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να προσπαθούν να ενωθούν στις αρχές της δεκαετίας του '50, με το απίστευτα τολμηρό σχέδιο της EDC (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Άμυνας), το οποίο απέτυχε όταν οι νικητές του 1945 αρνήθηκαν να ενωθούν με τους ηττημένους. Από τότε, ακολουθήσαμε έναν διαφορετικό δρόμο, αναβάλλοντας συνεχώς την επανέναρξη του κοινού αμυντικού έργου, βασιζόμενοι στην αμερικανική προστασία.
Μέχρι το 1984 και τις πρώτες απόπειρες για μια γαλλογερμανική ταξιαρχία, που ξεχάστηκαν γρήγορα όταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι η άμυνα δεν ήταν πλέον σημαντικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, η αποτυχία του ευρωπαϊκού σχεδίου μαχητικών αεροσκαφών έδειξε ότι οι βιομήχανοι της ηπείρου ήταν ανίκανοι να ενωθούν.
Είχαν ωστόσο επαρκείς ενδείξεις για να καταλάβουν και να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά στρατιωτικά επιτελεία γνώριζαν, τουλάχιστον από την αρχή της προεδρίας Ομπάμα, πως, ό,τι κι αν συμβεί, οι Αμερικανοί δεν θα εγγυώνται πλέον την ασφάλεια των Ευρωπαίων.
Οι στρατιωτικές δαπάνες συνέχισαν να περικόπτονται και όλοι χρησιμοποίησαν τους προϋπολογισμούς τους για να στηρίξουν απλώς την εγχώρια βιομηχανία τους και να εκμεταλλευτούν τον αμερικανικό εξοπλισμό, συμφωνώντας να τον χρησιμοποιήσουν μόνο με τη ρητή συμφωνία του Λευκού Οίκου.
Σήμερα, οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των Ευρωπαίων (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου) είναι μικρότερες από τις μισές από αυτές των ΗΠΑ.
Ως εκ τούτου, όπως πολύ σωστά επισημαίνει και ο Ζακ Ατταλί, πρώην σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιττεράν, η ιστορία θα γράψει ότι, από το 1990, οι ηγέτες της Ευρώπης συμπεριφέρθηκαν με μεγάλη απερισκεψία, προτιμώντας να ξοδεύουν περιουσίες για να διατηρήσουν ξεπερασμένα αγροτικά μοντέλα, αταίριαστες αμυντικές βιομηχανίες και αβυσσαλέα δημοσιονομικά ελλείμματα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την τριπλή υποτέλεια της Ευρώπης (από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα).
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ μάς δίνουν μια ακόμη ευκαιρία να αντιδράσουμε και να ξεφύγουμε από αυτή τη ντροπή: και οι δύο ξεκαθάρισαν ότι δεν θα μας υπερασπίζονται πλέον, ότι κανένας Αμερικανός στρατιώτης δεν θα ρισκάρει τη ζωή του σε ευρωπαϊκό έδαφος και ότι εναπόκειται σε εμάς να χρηματοδοτήσουμε την προστασία μας. Η περιφρόνησή τους έφτασε στο σημείο να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη στην Ουκρανία με τους Ρώσους, χωρίς τους Ουκρανούς ή άλλους Ευρωπαίους.
Τί περισσότερο χρειάζεται για να καταλάβει η Ευρώπη και αυτοί που την κατοικούν ότι είμαστε μόνοι μας; Έχουμε όμως απέναντί μας όλες τις απειλές, από την Ανατολή, το Νότο και τη Δύση. Οι δε απειλές έχουν ποικίλα και ενίοτε μη ορατά χαρακτηριστικά.
Όχι λίγες φορές, πέρα από την άμυνα, αφορούν και το πνεύμα. ίσως δε στο επίπεδο αυτό, οι εχθροί της Ευρώπης να παίζουν χοντρό παιχνίδι. Όσο για τις διάφορες πτυχές του τελευταίου είναι ήδη αισθητές και ορατές.
Από πλευράς δαπανών για μια κοινή αμυντική πολιτική, στην οποίαν και η Ελλάδα θα έπρεπε να παίξει σημαντικό ρόλο, σημειώνουμε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Μεγάλη Βρετανία αφιέρωναν το 5% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, θα ξόδευαν περισσότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες (1110 δισεκατομμύρια δολάρια έναντι 824 δισεκατομμυρίων δολαρίων (Mahbubani, 2025).
Η Ευρώπη θα ήταν τότε η κορυφαία στρατιωτική δύναμη στον κόσμο, δεν θα είχε τίποτα να φοβηθεί από μια Ρωσία ανίκανη να νικήσει την Ουκρανία και θα μπορούσε από θέση ισχύος θέση να συνάψει ισορροπημένες συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία.
Θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις οικολογικές, πολιτιστικές και δημογραφικές προκλήσεις του μέλλοντος και ειδικότερα να βοηθήσει την Αφρική να αναπτυχθεί, ώστε να περιορίσει τις μεταναστευτικές εισβολές. Μια τέτοια Ευρώπη, θα έκοβε σε μεγάλο βαθμό και τον βήχα της Τουρκίας, η οποία χρόνια τώρα παίζει παιχνίδια περιφερειακής υπερδύναμης, συσκοτίζοντας τις τεράστιες εσωτερικές της αδυναμίες.
Για να το επιτύχουν αυτό, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να πείσουν τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες τους να συνεργαστούν, ενώ οι ίδιοι θα χρειαστεί να κάνουν τις απαραίτητες δημοσιονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, προς την κατεύθυνση πραγματικών κοινών πολιτικών σε πολλαπλά επίπεδα.
Αυτό προϋποθέτει ξεκάθαρους και σταθερούς πολιτικούς ηγέτες, ικανούς να αντισταθούν στους εθνικιστικούς πειρασμούς της ακροδεξιάς τους, στον δήθεν ειρηνισμό της άκρας Αριστεράς τους, στον συντηρητισμό των βιομηχάνων τους και στους συντεχνιακούς φόβους των συνδικάτων τους.
Οι εχθροί μας μπορούν να είναι ήσυχοι: τέτοιοι ηγέτες δεν υπάρχουν, για την ώρα. Αλλά και αν υπήρχαν, οι δυνάμεις του ζόφου και του αυταρχισμού θα αναλάμβαναν να τους εξευτελίσουν πριν αναδειχθούν.
Σε πλήρη εξέλιξη ο εμπορικός πόλεμος, δοκιμάζει τις αντοχές των αγορών
Τα δεσμά των δασμών και του προστατευτισμού, γενικότερα
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις