Οι τίτλοι επικαιρότητας, σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνουν προτεραιότητες. Στη διάθεση της κοινής γνώμης, τις ανησυχίες του κοινωνικού συνόλου, τις προκλήσεις και τους κινδύνους της εποχής μας, αλλά και τις πολιτικές που τα αρμόδια όργανα διαμορφώνουν. Δεν αποκλείεται βέβαια, οι τίτλοι αυτοί να διαμορφώνουν και την επικαιρότητα.
Είναι μια άλλη εκδοχή, ιδιαίτερα κυνική της χειραγώγησης της κοινωνίας και του εκλογικού σώματος. Που σίγουρα δεν μπορεί να διαρκέσει σε βάθος χρόνου. Ειδικά μάλιστα όταν έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα και τις ανάγκες της. Τις πολιτικές και τα θέματα ουσίας δηλαδή, που επηρεάζουν και καθορίζουν την καθημερινότητα και την προοπτική μας. Μια τέτοια κορυφαίας σημασίας θεματική είναι η αγορά ενέργειας.
Μόλις πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπέβαλε την εισήγησή της στους λεγόμενους δύο συννομοθέτες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για τις επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας που μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμες.
Για τα δίκτυα και τις υποδομές δηλαδή, που μπορούν να τύχουν χρηματοδότησης από τα Κοινοτικά Ταμεία. Αλλά και να διασφαλίσουν την πρόσβασή τους στα χρηματοδοτικά εργαλεία των Τραπεζών, που δεν επρόκειτο να στηρίξουν επενδύσεις, που στο ορατό μέλλον δε θα έχουν άδεια λειτουργίας.
Τι έδειξε η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Αυτό που ψιθυρίζονταν και μέχρι πριν από λίγους μήνες, η κρατούσα γραμμή επικοινωνίας, κατά τα άλλα απέρριπτε. Η πρόταση θεωρεί ότι τόσο οι επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια, όσο και στο φυσικό αέριο, αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες, για τα δεδομένα των Κοινοτικών πολιτικών και Ταμείων.
Είναι μάλιστα μια εισήγηση, που για να απορριφθεί πρέπει να αντιταχτούν σε αυτή 20 Κράτη Μέλη, ή Κράτη που αντιπροσωπεύουν το 65% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ενδεχόμενο φαντάζει μακρινό, αν όχι αδύνατο.
Και στις δύο περιπτώσεις προτάχθηκε, ότι οι μορφές ενέργειας που αφορούν είναι λιγότερο ρυπογόνες, σε σχέση με τον άνθρακα και την έκλυση ρύπων στην ατμόσφαιρα, καθώς και σε σχέση με άλλες περιπτώσεις ορυκτών καυσίμων. Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα, που ως συγκριτική αποτίμηση και διαπίστωση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Δε δικαιολογεί πλήρως ωστόσο, όλη τη μέχρι σήμερα επιχειρηματολογία, που συνοδεύει την υιοθέτηση αποκλειστικά ανανεωσίμων και καθαρών πηγών ενέργειας, για να επιτευχθεί μέσα στα ορόσημα, που έχουν συμφωνηθεί, η κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού ο πραγματισμός είναι ο λόγος που υπαγόρευσε τη διαμόρφωση της εισήγησης της Επιτροπής. Οι αρμόδιοι φορείς, συνειδητοποιούν, ότι ο δρόμος προς την υιοθέτηση μηδενικά ρυπογόνων μορφών ενέργειας, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
Και το σημαντικότερο όλων, είναι πως δεν έχουν εξασφαλιστεί τα ισοδύναμα ενεργειακής επάρκειας μέχρι τη μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία, οι αναγκαίες, όπως λέγονται γέφυρες. Ή τουλάχιστον, η διαμόρφωση της πολιτικής για την ενεργειακή μετάβαση δεν είχε εγκαίρως συμπεριλάβει αυτό το χωρίο.
Για την περίπτωση της πυρηνικής ενέργειας, τίποτα δε δείχνει να ανασκευάζει τις αρχικές ενστάσεις. Αυτές δηλαδή που αφορούσαν τον ζωτικό τομέα της ασφάλειας. Και επιβεβαιώθηκαν με τον πλέον ηχηρό τρόπο στην περίπτωση του Τσερνομπίλ αλλά και της Φουκουσίμα.
Και πάλι ο πραγματισμός και η ανάγκη διασφάλισης ‘φτηνής’ ενέργειας, φαίνεται να υπαγόρευσαν τις τελικές επιλογές της Επιτροπής. Στην ίδια κατεύθυνση φαίνεται να κινούνται και κράτη -μέλη όπως το Βέλγιο, αλλά και η Ιταλία, σε σχέση με την αναθεώρηση του προγραμματισμού τους για την πυρηνική ενέργεια. Στην Ιταλία η αναστολή λειτουργίας των πυρηνικών της αντιδραστήρων, οδήγησε σε αύξηση κατά 25% της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, σε σχέση με τις τιμές που το προμηθεύονται οι Γάλλοι καταναλωτές. Μετά τις νέες ανατιμήσεις η αύξηση αυτή έχει φτάσει στα επίπεδα του 55%.
Αλλά και στην περίπτωση του φυσικού αερίου, διασφαλίζεται μια διέξοδος πρώτιστα για τη Γερμανία. Η οποία αφού έκλεισε τρεις από τους πυρηνικούς σταθμούς της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και δρομολογεί την άμεση αναστολή των τελευταίων τριών, αισθάνεται πιεστική την ανάγκη για την εξασφάλιση ισοδυνάμων πηγών προμήθειας.
Το πρόγραμμά της ανάπτυξης ανεμογεννητριών, ακόμα και εάν υλοποιηθεί πλήρως με την κατασκευή 1000-1500 σε ετήσια βάση, μέχρι τελικής κάλυψης 2% της Επικράτειάς της, δεν μπορεί να παράσχει άμεσα αποτελέσματα. Η διατήρηση και επέκταση του δικτύου της φυσικού αερίου δίνει μεν μια λύση, αλλά τη ρίχνει βαθύτερα στην αγκαλιά της Gazprom.
Που την ίδια στιγμή μείωσε στο ένα τρίτο τις διαθέσιμες ποσότητες μέσω του αγωγού Γιαμάλ από τα Ουράλια. Με εκείνα και με τα άλλα θα πετύχει να αποκτήσει την άδεια λειτουργίας του Nord Stream 2, ως εύλογο αποτέλεσμα μιας ακόμα άσκησης πραγματισμού.
Ή ενός απλού, έστω και κολοσσιαίου επιχειρηματικού πρότζεκτ, όπως συνήθισε να λέει η Άνγκελα Μέρκελ.
Σε ένα πλαίσιο πραγματισμού, οφείλει και η χώρα μας να προσδιορίσει διεκδικήσεις. Μαζί με αυτές και χωρίς φοβικά σύνδρομα, να αξιοποιήσει όλες τις διαθέσιμες πηγές και μέσα.
Και να πιέσει για κεντρικές προμήθειες και προγραμματισμό στην αγορά φυσικού αερίου. Ρομαντικοί σε συνθήκες πραγματισμού, είναι μόνο οι αιθεροβάμονες. Ή οι άσχετοι. Ας τους κρατήσουν σπίτια τους.
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι δικηγόρος, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αναπληρωτής Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων