Στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει έντονες αναταράξεις μέσα σε ένα δύσκολο πολιτικό περιβάλλον που διαμόρφωσαν οι αποκαλύψεις για την υπόθεση των υποκλοπών, αλλά και του διαγραφέντα βουλευτή, ενώ και το κύμα ακρίβειας που σαρώνει την αγορά συντέλεσε σ΄ αυτή την κατεύθυνση.
Πολλοί έσπευσαν να προεξοφλήσουν ακόμη και ραγδαία πτώση στα ποσοστά της κυβερνητικής παράταξης, πράγμα όμως που έως σήμερα τουλάχιστον δεν έχει καταγραφεί.
Από τη ΔΕΘ και έπειτα, ο κ. Μητσοτάκης, αλλά και τα κορυφαία στελέχη του έχουν εντάξει στην εκφορά του δημόσιου λόγου το στόχο της αυτοδυναμίας.
Αυτό κατέστη ουσιαστικά μονόδρομος από τη στιγμή που ο κ. Ανδρουλάκης επέλεξε να σηκώσει το ζήτημα των υποκλοπών, παραπέμποντας με τις κινήσεις του τα σενάρια περί συμμαχικής κυβέρνησης στις καλένδες. Η κατάκτηση του απαραίτητου 38% με 39% κατά τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας συνιστούσε εξ αρχής ένα εγχείρημα με μεγάλο βαθμό δυσκολίας.
Γι’ αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ακόμη και από τον πιο φανατικό ψηφοφόρο του κ. Μητσοτάκη. Όμως, τα αριθμητικά ευρήματα των τελευταίων εικοσιτετράωρων καταδεικνύουν ότι το στοίχημα παραμένει ζωντανό. Είναι εμφανές ότι σ΄ αυτό έχουν συνδράμει δύο καθοριστικοί λόγοι.
Ο πρώτος σχετίζεται με την πολιτική που έχει ακολουθήσει η κυβερνητική παράταξη, όπως η μείωση των φόρων, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η προσέλκυση επενδύσεων, η εκτέλεση σοβαρών projects σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά και η μείωση της ανεργίας παρά το υπαρκτό πρόβλημα των χαμηλών μισθών.
Ο δεύτερος, ο οποίος σχετίζεται με τον πρώτο, αφορά την εναλλακτική λύση, που απ’ ότι φαίνεται η πλειοψηφία των πολιτών ή έστω εκείνων που αμφιταλαντεύονται δεν έχει ακόμη ανακαλύψει.
Η Κυβέρνηση έχει πετύχει λίγους μήνες πριν την κρίσιμη μάχη να περιφρουρήσει ένα μεγάλο κομμάτι από το πολιτικό της κεφάλαιο που έκτισε με κόπο τα προηγούμενα χρόνια.
Γι’ αυτό το λόγο τα στελέχη της ελπίζουν στο ότι ο ελληνικός λαός θα τους δώσει τη δεύτερη ευκαιρία. Ανεξάρτητα, πάντως από το αποτέλεσμα η χώρα πρέπει και θα κυβερνηθεί, γιατί πάνω από το κομματικό είναι πάντα το εθνικό συμφέρον.