Ειδικοί σε θέματα υγεία από όλο τον κόσμο κάνουν έκκληση για την άρση των περιορισμών στην πρόσβαση των ατόμων, που κάνουν χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, στις νέες θεραπείες για την ηπατίτιδα C. Όσο υφίστανται αυτοί οι περιορισμοί, ο στόχος για εξάλειψη της νόσου παραμένει ανέφικτος, λένε.

Οι ειδικοί συναντήθηκαν στο Όσλο για το 5ο Διεθνές Συμπόσιο για την Φροντίδα της Ηπατίτιδας στους Χρήστες Ουσιών (INSHU 2016), όπου τα νέα ερευνητικά δεδομένα υπογραμμίζουν τον κεντρικό ρόλο της θεραπείας των ατόμων που κάνουν χρήση ουσιών στη μείωση της μετάδοσης της ηπατίτιδας C, αλλά επίσης και πως μπορεί να αναδειχθεί για επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.

«Η επιστήμη είναι ξεκάθαρη. Χρειαζόμαστε τώρα να επικεντρωθούμε στο πώς θα ξεπεράσουμε τα εμπόδια που βάζουν φραγμούς στην πρόσβαση, και να χρησιμοποιήσουμε τα τελευταία επιστημονικά στοιχεία για να σχεδιάσουμε προγράμματα που θα φέρουν αποτελέσματα», είπε ο πρόεδρος του Διεθνούς Δικτύου της Ηπατίτιδα C για τους Χρήστες Ουσιών (International Network of Hepatitis C in Substance Users - INHSU), επίκουρος καθηγητής Jason Grebely, του Kirby Institute, UNSW Αυστραλίας.

«Η περαιτέρω καθυστέρηση είναι ανήθικη και υπονομεύει τη δημόσια υγεία», πρόσθεσε.

Η ηπατίτιδα C, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί μπορεί να οδηγήσει στην κίρρωση και τον καρκίνο του ήπατος, επηρεάζει περίπου 64-103 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, συντελώντας σε περίπου 700.000 θανάτους ετησίως. Σε χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Αυστραλία, η ηπατίτιδα C, σήμερα σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους από τον ιό HIV. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο αριθμός των ετήσιων θανάτων λόγω ηπατίτιδας C έχει τετραπλασιαστεί από το 1996.

Νέες, άκρως αποτελεσματικές θεραπευτικές αγωγές έχουν πυροδοτήσει την ελπίδα για έναν κόσμο απαλλαγμένο από την ηπατίτιδα C. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει θέσει φιλόδοξους στόχους εξάλειψης της νόσου στο 90% των διαγνωσμένων, του 80% των θεραπευομένων και 65% μείωσης της σχετιζόμενης με την ηπατίτιδα C θνησιμότητας έως το 2030. Στις περισσότερες πλούσιες χώρες, η μεγάλη πλειοψηφία (80%) των νέων λοιμώξεων αφορά σε άτομα που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ουσιών, αλλά αυτή η ομάδα ανθρώπων έχει αντιμετωπίσει διάχυτο αποκλεισμό από τις νέες αυτές θεραπείες.

Στους λόγους γι’ αυτό τον αποκλεισμό περιλαμβάνεται η τιμή των νέων φαρμάκων, οι φόβοι της κακής συμμόρφωσης, οι φόβοι της επαναμόλυνσης και οι ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Ωστόσο, η διεθνής επιστημονική έρευνα καταρρίπτει αυτούς τους μύθους.

Η μεγαλύτερη, παγκοσμίως, μελέτη για τις νέες θεραπευτικές αγωγές για την ηπατίτιδα C -η κλινική μελέτη C-EDGE CO-STAR- έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χρήση παράνομων ουσιών πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας της ηπατίτιδας C δεν έχει καμιά επίπτωση στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας, και ότι η επαναμόλυνση είναι χαμηλή, στο 4%. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης εξαιρετική θεραπευτική συμμόρφωση. Τα ποσοστά ίασης ήταν συγκρίσιμα με τα αποτελέσματα σε πληθυσμούς με ηπατίτιδα C, όπου είχαν εξαιρεθεί άτομα που έκαναν χρήση ουσιών.

Επιπλέον, μαθηματικά μοντέλα έδειξαν ότι ακόμα και μέτρια επίπεδα συμμόρφωσης στη θεραπεία ατόμων που κάνουν χρήση ουσιών μπορούν να προσφέρουν υπολογίσιμα προληπτικά οφέλη.

Μελέτη που έγινε στην Σκοτία, την Αυστραλία και τον Καναδά έδειξε ότι μια τριπλάσια έως πενταπλάσια αύξηση του αριθμού των ατόμων που κάνουν χρήση ουσιών και λαμβάνουν θεραπεία θα μπορούσε να μειώσει στο μισό τη συχνότητα της ηπατίτιδας C σε 15 χρόνια.

Άλλες μελέτες που έγιναν σε άτομα που κάνουν ενδοφλέβια χρήση ουσιών στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια ρεαλιστική κλιμάκωση της θεραπείας θα μπορούσε να πετύχει 15-50% μείωση στη συχνότητα της ηπατίτιδας C σε μια δεκαετία.

Και επιπρόσθετα στα παραπάνω, η αντιμετώπιση των ατόμων που κάνουν χρήση ουσιών και έχουν μέτρια ή ήπια ηπατίτιδα C με τις νέες θεραπείες είναι αποδοτική στις περισσότερες περιπτώσεις, συγκριτικά με την καθυστέρηση της θεραπείας μέχρι την κίρρωση.

Αρκετές χώρες έχουν ξεκινήσει προγράμματα εξάλειψης της ηπατίτιδας C, με την Αυστραλία, τη Γαλλία και την Ισλανδία να προσφέρουν απεριόριστη πρόσβαση. Τώρα, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Αυστραλία όπου πάνω από 20.000 άτομα (10% του πληθυσμού με χρόνια ηπατίτιδα C) έχουν ξεκινήσει θεραπεία κατά τους τέσσερις πρώτους μήνες από τότε που κατέστη διαθέσιμη η επιδοτούμενη θεραπεία.

«Χώρες όπως η Αυστραλία και η Γαλλία έχουν ηγηθεί στην υιοθέτηση τεκμηριωμένων πολιτικών που σώζουν ζωές. Τώρα είναι η στιγμή και για άλλες χώρες, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Νορβηγίας, να ακολουθήσουν και να επιτρέψουν σε όλους τους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C να κάνουν θεραπεία με τα νέα φάρμακα» είπε ο καθηγητής Olav Dalgard, πρόεδρος του Συμποσίου INSHU 2016.

«Συστήνουμε ανεπιφύλακτα την άρση όλων των περιορισμών στην πρόσβαση στις νέες θεραπείες για την ηπατίτιδα C, με βάση τα ναρκωτικά ή τη χρήση αλκοόλ ή τη θεραπεία υποκατάστασης οπιοειδών. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία με βάση την ηθική ή την υγεία για τέτοιες διακρίσεις. Ούτε αυτοί οι περιορισμοί έχουν νόημα με όρους επιστημονικούς, δημόσιας υγείας ή οικονομικών της υγείας» είπε.

«Η παροχή θεραπείας στα άτομα που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ουσιών, μαζί με ολοκληρωμένα προγράμματα μείωσης της βλάβης και διασύνδεση με την φροντίδα υγείας, είναι το κλειδί της επιτυχίας των προγραμμάτων για την ηπατίτιδα C. Και η εμπειρία μας στην Κοπεγχάγη δείχνει ότι αυτό λειτουργεί. Τέτοιες προσπάθειες θα πρέπει να ξεκινήσουν και να κλιμακωθούν, παγκοσμίως» πρόσθεσε ο καθηγητής Jeffrey Lazarus του Ερευνητικού Κέντρου για την Υγεία και τα Λοιμώδη Νοσήματα, Rigshospitalet, του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης στη Δανία, ο οποίος παρέστη στο Συμπόσιο.