Η κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί χρόνια τώρα ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα όσον αφορά τις διατροφικές συνήθειες καθώς αποτελέσματα ερευνών από σπουδαίους επιστήμονες συγκρούονται μεταξύ τους.

Το σίγουρο είναι ότι η μέτρια αλλά και η χαμηλή κατανάλωση αλκοόλ έχουν αρκετές -επιστημονικά αποδεδειγμένες- θετικές επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς οι έρευνες έχουν δείξει ότι αυξάνει την προοπτική της μακροζωίας, μειώνει τον κίνδυνο εμφράγματος, αυξάνει την καλή και μειώνει την κακή χοληστερίνη και μειώνει τη συγκολλητικότητα των αιμοπεταλίων.

Παράλληλα, μία μεγάλη έρευνα 100.000 ατόμων, διάρκειας εννέα ετών, από το Πανεπιστήμιο Κουίνς του Μπέλφαστ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το να πίνουμε πολύ, όπως και καθόλου αλκοόλ, είναι πιο επιβαρυντικές συνήθειες σε σχέση με την πιθανότητα να νοσήσουμε από καρκίνο σε σύγκριση με το να πίνουμε απλά λίγο.

Μέχρι πρότινος τα επιτρεπτά όρια αλκοόλ ήταν διαφορετικά για τους άνδρες και τις γυναίκες και εθεωρείτο ότι οι άνδρες δικαιούνταν να πίνουν αρκετά περισσότερο από ό,τι οι γυναίκες.

Πλέον ο ΠΟΥ θέτει κοινά όρια για άνδρες και γυναίκες, τα οποία ανέρχονται σε -όχι περισσότερες- 14 μονάδες αλκοόλης την εβδομάδα, οι οποίες αντιστοιχούν σε 6 ποτήρια κρασί των 175 ml, το καθένα, σε 6 ποτήρια μπίρα των 568 ml, το καθένα (1 UK pint) και σε 14 ποτήρια των 25 ml ποτό (με 40% αλκοόλ).

Σκόπιμο είναι να έχουμε υπόψη μας ότι μία συνηθισμένη δόση των αποκαλούμενων «σκληρών» ποτών (βότκα, ουίσκι, τεκίλα κ.λπ.), που σερβίρεται στα μπαρ δηλαδή, είναι περίπου 50 ml. Οπότε, αν πίνουμε «σκληρά» ποτά σε δόσεις, όπως εκείνες των μπαρ, δικαιούμαστε μέχρι 7 την εβδομάδα.