Η μεγαλύτερη έρευνα του ανθρώπινου γονιδιώματος μέχρι σήμερα για την αϋπνία επιβεβαίωσε ότι η διαταραχή είναι κληρονομική, αφού εντοπίστηκαν γενετικές μεταλλάξεις που ευθύνονται γι' αυτήν.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου Molecular Psychiatry, επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, με επικεφαλής τον ψυχίατρο Μουράι Στέιν, ανέλυσαν στοιχεία από την μελέτη Army Study To Assess Risk and Resilience in Servicemembers (STARRS), την μεγαλύτερη έρευνα για τους κινδύνους ψυχικής υγείας που έχει γίνει ποτέ στο προσωπικό των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.

Στο πλαίσιο της μελέτης οι επιστήμονες ανέλυσαν δείγματα DNA από 33.000 στρατιώτες εστιάζοντας σε γενετικές περιοχές που επιδείκνυαν σχέσεις με χαρακτηριστικά της αϋπνίας.

Η αϋπνία έχει εδώ και χρόνια θεωρηθεί ότι μπορεί να έχει κληρονομικά χαρακτηριστικά, όπως έχει προκύψει από μελέτες που έχουν γίνει σε δίδυμους.

Αλλά μόνο πρόσφατα άρχισαν να απομονώνονται οι γενετικοί παράγοντες που μπορεί να παίζουν ρόλο.

Στην παρούσα μελέτη, λοιπόν, η ανάλυση έδειξε ότι η αϋπνία σχετίζεται με την ύπαρξη συγκεκριμένων γενετικών μεταλλάξεων στο χρωμόσωμα 7, και στα άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής, υπήρχαν επίσης διαφορές στο χρωμόσωμα 9.

Οι ερευνητές εξηγούν ότι η μετάλλαξη στο χρωμόσωμα 7 είναι κοντά στο γονίδιο AUTS2, που παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι σχετίζεται με τη ρύθμιση της κατανάλωσης του αλκοόλ, και με γονίδια που σχετίζονται με την εγκεφαλική ανάπτυξη και την ηλεκτρική σηματοδότηση που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου.

«Αρκετές από αυτές τις μεταλλάξεις υπάρχουν σε τοποθεσίες και οδούς ήδη γνωστές για την σχέση τους με τον ύπνο και τον κιρκαδιανό ρυθμό», σημειώνει ο Δρ Στέιν.

Η περαιτέρω ανάλυση των δειγμάτων των στρατιωτών ευρωπαϊκής καταγωγής έδειξε ότι υπάρχει γενετική σχέση μεταξύ της αϋπνίας και της μείζονος κατάθλιψης και άλλων διαταραχών, ένδειξη κοινής γενετικής προδιάθεσης για τους κοινούς αυτούς φαινότυπους.