Ζωτικής σημασίας είναι ο έλεγχος των σπίλων, ιδιαίτερα στην αρχή της άνοιξης πριν από την έναρξη της έκθεσης του δέρματος στον ήλιο.
Έχοντας γνώση της υγείας του δέρματος, είναι εφικτή η προστασία του, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων.

«Οι σπίλοι αποτελούν την κλινική εκδήλωση του πολλαπλασιασμού μελανινοκυττάρων (κυττάρων που παράγουν μελανίνη) και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι καλοήθεις. Ένα μικρό ποσοστό όμως ενέχει τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε μια μορφή καρκίνου του δέρματος που ονομάζεται μελάνωμα. Επίσης, το μελάνωμα μπορεί να εμφανιστεί εξαρχής σε μια περιοχή του δέρματος στην οποία δεν προϋπήρχε κάποιος σπίλος.

Γι’ αυτό πρέπει το δέρμα στο σύνολό του να εξετάζεται από εξειδικευμένο δερματολόγο, οι υπάρχοντες σπίλοι να παρακολουθούνται τακτικά και σε ορισμένες περιπτώσεις (όπου υπάρχει ένδειξη) να αφαιρούνται προληπτικά, ώστε να αποτραπεί πιθανή εξέλιξη τους σε κακοήθεια», προειδοποιεί η κα Ναταλία Ρομποτή, δερματολόγος-αφροδισιολόγος, επιστημονικά υπεύθυνη δερματολογικού τμήματος του Ιδιωτικού Πολυϊατρείου Ηλιούπολης, εξειδικευθείσα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Έσσεν Γερμανίας.

Τα περιστατικά μελανώματος έχουν διπλασιαστεί σε συχνότητα τις τελευταίες δεκαετίες και αυξάνονται ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη μορφή καρκίνου. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες για την ανάπτυξη νέων θεραπειών για το μελάνωμα, οι ασθενείς με προχωρημένη νόσο συνεχίζουν να έχουν κακή πρόγνωση. Αν και σε πολλούς ασθενείς το πολύ επιφανειακό μελάνωμα του δέρματος αντιμετωπίζεται επιτυχώς με τη χειρουργική εκτομή, η καθυστερημένη διάγνωση συνδέεται με εξελιγμένα στάδια της νόσου, που ανταποκρίνονται ανεπαρκώς στην ακτινοβολία, τη χημειοθεραπεία και την ανοσοθεραπεία, με ποσοστά επιβίωσης στην 5ετία να κυμαίνονται από 10 έως 50%, ανάλογα με το στάδιο της νόσου.

Το κόστος θεραπείας του μελανώματος αυξάνεται σημαντικά με το στάδιο της νόσου, καθώς λιγότερο από το 20% των ασθενών σταδίου III-IV ευθύνεται για το 90% του συνολικού ετήσιου κόστους για τη θεραπεία του μελανώματος. Έτσι, η έγκαιρη ανίχνευση του μελανώματος είναι ένας βασικός παράγοντας τόσο για τη βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών όσο και για τη μείωση του κόστους της θεραπείας.

Επειδή όμως είναι πρακτικά αδύνατος ο έλεγχος όλων των ανθρώπων για ύπαρξη επικίνδυνων σπίλων σε συστηματική βάση, οι ειδικοί συστήνουν την εστίαση στα άτομα που είναι γνωστό ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση μελανώματος, δηλαδή όσοι έχουν ατομικό ιστορικό μελανώματος, οικογενειακό ιστορικό μελανώματος (≥2 μέλη), μεγάλο αριθμό σπίλων και παρουσία (ή ιστορικό) άτυπων / δυσπλαστικών σπίλων. Όλοι αυτοί οι παράγοντες κινδύνου μπορεί να αξιολογηθούν με τη λήψη ιστορικού και την κλινική εξέταση. Όσον αφορά τον γενικό πληθυσμό, όσους δηλαδή δεν ανήκουν στις προαναφερόμενες ομάδες υψηλού κινδύνου, συστήνεται τουλάχιστον μια εξέταση μετά τα 50 έτη.

Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι 75% των ασθενών με μελάνωμα αναφέρουν ότι στο συγκεκριμένο σημείο υπήρχε σπίλος. Γι’ αυτό, θα πρέπει και ο ασθενής να γνωρίζει τα σημεία που εγείρουν υποψίες για κακοήθη εξαλλαγή. Η πλειονότητα των σπίλων έχουν συνήθως στρογγυλό ή σφαιρικό σχήμα, καφέ χρώμα, ενώ σπανιότερα μπορεί να πιο σκούροι (μπλε ή μαύροι) ή να έχουν το χρώμα του δέρματος. Μπορεί να είναι επίπεδοι ή να προεξέχουν και δεν προκαλούν συμπτώματα, παρά μόνο εάν τραυματιστούν. Σημεία που εγείρουν ανησυχία είναι η ασυμμετρία, τα μη σαφή όρια, το χρώμα (πολυχρωμία στο σπίλο) και η αυξημένη διάμετρος. Οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή υπάρχοντα σπίλου αποτελεί λόγο περαιτέρω διερεύνησης. Επίσης, η ανάπτυξη μιας νέας ελιάς, η οποία έχει “παράξενο” σχήμα θα πρέπει να θορυβήσει τον ασθενή και να τον παροτρύνει να επισκεφθεί το γιατρό του.

Αυτοέλεγχοι

Η αυτοεξέταση μπορεί να είναι το μόνο μέσο άμυνας για τους ασθενείς που αναπτύσσουν μελανώματα, τα οποία, λόγω της ταχείας ανάπτυξής τους, είναι πιο πιθανό να προκύψουν μεταξύ των επισκέψεων στο δερματολόγο. Οπότε, είναι σημαντική για την ανίχνευση της κακοήθειας αυτής σε θεραπεύσιμο στάδιο, αφού στην πραγματικότητα οι ασθενείς πρώτοι εντοπίζουν το ένα τρίτο των μελανωμάτων.

Ένας άλλος λόγος είναι ότι η υποχρέωση αυτοεξέτασης καθιστά και τους ασθενείς υπεύθυνους για την έγκαιρη ανίχνευση της νόσου. Ο έλεγχος του δέρματος θα πρέπει αρχικά να διενεργείται συχνά, έτσι ώστε να εξοικειωθεί το άτομο με την εμφάνιση των σπίλων και στη συνέχεια να περάσει σε μηνιαία αυτοεξέταση για τον εντοπισμό νέων σπίλων ή την αλλαγή κάποιου ήδη υπάρχοντα. Η μηνιαία συχνότητα θεωρείται η καλύτερη, δεδομένου του χρονικού διαστήματος των κλινικών αλλαγών στα περισσότερα μελανώματα (3-6 μήνες). Αν η αυτοεξέταση γίνεται πολύ συχνά, οι ασθενείς μπορεί να μην εκτιμήσουν μικρές ή σταδιακές αλλαγές κατά την πάροδο του χρόνου.

«Η προτροπή των ασθενών να ελέγχουν το δέρμα τους σε τακτά χρονικά διαστήματα για ύποπτα σημάδια είναι σημαντική για πολλούς λόγους. Αρχικά, γιατί οι ύποπτοι για μελάνωμα σπίλοι ανιχνεύονται συνήθως από τους ίδιους τους ασθενείς. Οι δερματολόγοι ανιχνεύουν τις περισσότερες φορές τη νόσο σε πιο προχωρημένο στάδιο, ιδιαίτερα όταν ο ασθενής παραμελεί την αυτοεξέταση και το ετήσιο ραντεβού με τον δερματολόγο του για τον έλεγχο της υγείας του δέρματος. Την αναντικατάστατη αξία της αυτοεξέτασης έχουν αποδείξει και μελέτες που αποκαλύπτουν τη θετική συμβολή της στη διάγνωση του μελανώματος σε πρωϊμότερο στάδιο, η οποία σχετίζεται με μειωμένη θνησιμότητα. Ωστόσο, η διαγνωστική ακρίβεια της αυτοεξέτασης είναι περιορισμένη και γι’ αυτό επιβάλλεται η συνδρομή των εξειδικευμένων δερματολόγων», καταλήγει η κα Ρομποτή.