Οι γυναίκες με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι λιγότερο πιθανό να αποκτήσουν παιδί μετά από θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, συγκριτικά με όσες έχουν φυσιολογικά επίπεδα της εν λόγω βιταμίνης.

Αυτό αναφέρει νέα βρετανική ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Human Reproduction.

Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, με επικεφαλής τον Δρ Τζαστιν Τσου, ανέλυσαν στοιχεία από 11 ήδη δημοσιευμένες μελέτες που περιελάμβαναν συνολικά 2.700 γυναίκες οι οποίες είχαν υποβληθεί σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, με in vitro γονιμοποίηση και εμβρυομεταφορά για την επίτευξη κύησης.

Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι γυναίκες με τα σωστά επίπεδα βιταμίνης D ήταν 34% πιθανότερο να έχουν θετικό τεστ κυήσεως, 46% πιο πιθανό να επιτύχουν κλινικά τεκμηριωμένη κύηση και ένα τρίτο επιπλέον πιθανότητες να έχουν ζώσα γέννησης, συγκριτικά με τις γυναίκες που είχαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.

Ωστόσο, δεν διαπιστώθηκε σχέση μεταξύ βιταμίνης D και αποβολής.

Να σημειωθεί ότι από τις γυναίκες του δείγματος μόλις το 26% είχε επαρκή επίπεδα βιταμίνης D.

«Αν και εντοπίζεται ένας συσχετισμός, οι επωφελείς επιδράσεις της διόρθωσης της ανεπάρκειας ή έλλειψης βιταμίνης D θα πρέπει να ελεγχθούν σε κλινική μελέτη», σχολιάζει ο Δρ Τσου.

Και συμπληρώνει ότι «στο μεσοδιάστημα οι γυναίκες που θέλουν να επιτύχουν μια κύηση δεν θα πρέπει να σπεύσουν να αγοράσουν συμπληρώματα βιταμίνης D καθώς δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως ο συσχετισμός.

Μια πιθανή υπερδοσολογία βιταμίνης D μπορεί να συντελέσει στην συσσώρευση ασβεστίου στον οργανισμό με αρνητικές συνέπειες για την καρδιά, του νεφρούς και τα οστά.