Ο βιολογικός παράγοντας dupilumab σε ενήλικες και εφήβους με σοβαρό άσθμα εξαρτώμενο από στεροειδή μειώνει σημαντικά τη χορήγηση στεροειδών και βελτιώνει την πνευμονική λειτουργία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης Φάσης 3.
Το dupilumab είναι ένα πλήρως ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί για να αναστέλλει την υπερενεργή σηματοδότηση των κυτοκινών IL-4 και IL-13. Το dupilumab μελετάται στο πλαίσιο ενός εκτεταμένου προγράμματος κλινικής ανάπτυξης που αφορά νόσους οι οποίες χαρακτηρίζονται από φλεγμονώδη αντίδραση Τύπου 2, όπου συγκαταλέγονται η παιδιατρική ατοπική δερματίτιδα (Φάσης 3), οι ρινικοί πολύποδες (Φάσης 3) και η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα (Φάσης 2). Οι δυνητικές αυτές χρήσεις βρίσκονται υπό δοκιμή και η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους δεν έχουν αξιολογηθεί από καμία ρυθμιστική αρχή.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίσης παραχώρησε άδεια κυκλοφορίας για το dupilumab για χρήση σε ενήλικες με μέτρια έως σοβαρή ατοπική δερματίτιδα οι οποίοι έχουν κριθεί κατάλληλοι για συστηματική θεραπεία τον Σεπτέμβριο του 2017.
Οι άνθρωποι που ζουν με μη ελεγχόμενο επίμονο άσθμα εμφανίζουν συχνά μειωμένη πνευμονική λειτουργία και σοβαρές κρίσεις (εξάρσεις) που είναι δυνατό να οδηγήσουν σε επίσκεψη στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ή νοσηλεία.
Παρόλο που υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες, υφίσταται ανάγκη για νέα φάρμακα που προσφέρουν ολοκληρωμένο έλεγχο του άσθματος, που περιλαμβάνει διατήρηση της πνευμονικής λειτουργίας και μείωση των εξάρσεων.
Το μη ελεγχόμενο επίμονο άσθμα συχνά συσχετίζεται με άλλες αλλεργικές φλεγμονώδεις νόσους Τύπου 2, όπως η ατοπική δερματίτιδα, οι ρινικοί πολύποδες, η αλλεργική ρινίτιδα, η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα και οι τροφικές αλλεργίες.
Η νόσος χαρακτηρίζεται από μία ανισορροπία ή υπερδραστηριότητα ορισμένων ανοσοκυττάρων (συμπεριλαμβανομένων των ηωσινόφιλων) και σηματοδοτικών πρωτεϊνών όπως οι ιντερλευκίνες. Δύο από αυτές, η Ιντερλευκίνη-4 (IL-4) και η Ιντερλευκίνη-13 (IL-13) θεωρούνται κεντρικοί παράγοντες της φλεγμονώδους αντίδρασης Τύπου 2.
Η μελέτη Φάσης 3 VENTURE συμπεριέλαβε 210 ασθενείς (103 στο σκέλος του dupilumab και 107 στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου) με σοβαρό άσθμα και τακτική χορήγηση κορτικοστεροειδών από του στόματος ως θεραπεία συντήρησης στους έξι μήνες πριν την ένταξη στη μελέτη.
Στην εν λόγω μελέτη, το συνταγογραφούμενο από του στόματος κορτικοστεροειδές ήταν η πρεδνιζόνη ή η πρεδνιζολόνη. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 και έλαβαν θεραπεία είτε με dupilumab (300 mg κάθε δεύτερη εβδομάδα με δόση φόρτισης 600 mg) είτε με εικονικό φάρμακο. Η διάμεση τιμή ηωσινοφίλων κατά την έναρξη της μελέτης ήταν 260 ηωσινόφιλα/μικρολίτρο.
Για το πρωτεύον καταληκτικό σημείο, την 24η εβδομάδα στον συνολικό πληθυσμό, το dupilumab που προστέθηκε στις καθιερωμένες θεραπείες μείωσε σημαντικά τη χρήση από του στόματος κορτικοστεροειδών (OCS) ως θεραπεία συντήρησης κατά 70% κατά μέσο όρο (διάμεση μείωση 100%) σε σύγκριση με μείωση κατά 42% με το εικονικό φάρμακο (διάμεση μείωση 50%) (p < 0,0001).
Σε προκαθορισμένες αναλύσεις ασθενών με τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες ή ίσες με 300 κύτταρα/μικρολίτρο κατά την έναρξη της μελέτης, η προσθήκη του dupilumab μείωσε σημαντικά τη χορήγηση από του στόματος κορτικοστεροειδών κατά 80% κατά μέσο όρο (διάμεση μείωση 100%) σε σύγκριση με μείωση κατά 43% με το εικονικό φάρμακο (διάμεση μείωση 50%)(ονομαστικό p = 0,0001).
Στις 24 εβδομάδες, παρά τη μειωμένη χορήγηση από του στόματος κορτικοστεροειδών, οι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με dupilumab παρουσίασαν λιγότερες σοβαρές κρίσεις (εξάρσεις) άσθματος κατά 59% στον συνολικό πληθυσμό (p < 0,0001), ενώ σημειώθηκαν κατά 71% λιγότερες σοβαρές κρίσεις άσθματος σε ασθενείς με τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες ή ίσες με 300 κύτταρα/μικρολίτρο.
Ακόμα, στις 24 εβδομάδες, και σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο, το dupilumab βελτίωσε την πνευμονική λειτουργία, η οποία αξιολογήθηκε με βάση τον όγκο του βίαια εκπνεόμενου αέρα στο πρώτο δευτερόλεπτο (FEV1) που ήταν ίσος με 220ml (15%) στον συνολικό πληθυσμό (p = 0,0007) και ίσος με 320ml (25%) σε ασθενείς με τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες ή ίσες με 300 κύτταρα/μικρολίτρο (ονομαστικό p = 0,0049).
Το προφίλ ασφάλειας και ανοχής του dupilumab σε αυτή τη μελέτη ήταν σύμφωνο με προηγούμενες μελέτες. Περισσότεροι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με dupilumab παρουσίασαν αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης (9% για το dupilumab έναντι 4% για το εικονικό φάρμακο). Περισσότεροι ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με dupilumab οι οποίοι παρουσίασαν αυξήσεις στις τιμές των ηωσινοφίλων (14% για το dupilumab έναντι 1% για το εικονικό φάρμακο), οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν μικρές και η πλειοψηφία των οποίων αντιμετωπίστηκε. Τα συνολικά ποσοστά των ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων λοιμώξεων, επιπεφυκίτιδας και έρπη ήταν συγκρίσιμα ανάμεσα στην ομάδα θεραπείας με dupilumab και την ομάδα θεραπείας με εικονικό φάρμακο.
Στη μελέτη πρόσθετα αποτελέσματα σχετικά με δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία στις 24 εβδομάδες συμπεριέλαβαν τα εξής:
Στον συνολικό πληθυσμό, το 80% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με dupilumab μείωσε τη δόση των χορηγούμενων από του στόματος κορτικοστεροειδών τουλάχιστον κατά το ήμισυ, ενώ διατήρησε τον έλεγχο του άσθματος σε σύγκριση με το 50% των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο (p < 0,0001).
Σε ασθενείς με τιμές ηωσινόφιλων μεγαλύτερες ή ίσες με 300 κύτταρα/μικρολίτρο (υψηλές τιμές ηωσινοφίλων), το dupilumab επέτρεψε μείωση της δόσης των χορηγούμενων από του στόματος κορτικοστεροειδών τουλάχιστον κατά το ήμισυ στο 88% των ασθενών σε σύγκριση με το 52% των ασθενών που έλαβε εικονικό φάρμακο (ονομαστικό p = 0,0011).
Στον συνολικό πληθυσμό, το 69% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με dupilumab μείωσε τη δόση των χορηγούμενων από του στόματος κορτικοστεροειδών κάτω από 5 mg ανά ημέρα, ενώ διατήρησε τον έλεγχο του άσθματος σε σύγκριση με το 33% των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο (p < 0,0001), στην ομάδα ασθενών με υψηλές τιμές ηωσινοφίλων, το 84% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με dupilumab μείωσε τη δόση των χορηγούμενων από του στόματος κορτικοστεροειδών κάτω από 5 mg ανά ημέρα σε σύγκριση με το 40% των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο (ονομαστικό p = 0,0002).